Τι σημαίνει το a ajuta στο Ρουμάνος;
Ποια είναι η σημασία της λέξης a ajuta στο Ρουμάνος; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του a ajuta στο Ρουμάνος.
Η λέξη a ajuta στο Ρουμάνος σημαίνει βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, στηρίζω, ενισχύω, βοηθώ, βοηθάω κπ με κτ, βοηθώ κπ με κτ, βοηθάω κπ να κάνει κτ, βοηθώ κπ να κάνει κτ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, μου εξασφαλίζει, βοηθάω, βοηθώ, κάνω αγαθοεργίες, βάζω ένα χέρι, βάζω ένα χεράκι, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω κτ να κάνει κτ, βοηθώ κπ να κάνει κτ, βοηθάω, βοηθώ, προετοιμάζω, εξυπηρετικότητα, βοηθώ οικονομικά, δίνω ένα χέρι, δίνω ένα χεράκι, βοηθώ κπ να αποφασίσει, υποθάλπω, ξελασπώνω, βοηθώ κπ να σηκωθεί, χωράω, χωρώ, επανεντάσσω στην κοινωνία, βοηθώ κπ να ανέβει, επισπεύδω, επιταχύνω, βοηθώ στην αποκατάσταση κπ μετά από κτ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω κπ να ξεκινήσει, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βγάζω, συνεισφέρω σε κτ, συμβάλλω σε κτ, βοηθώ, βοηθώ με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης a ajuta
βοηθώ
Είπε πως θα βοηθούσε στη μετακίνηση των επίπλων, αλλά τελικά δεν εμφανίστηκε ποτέ. |
βοηθάω, βοηθώ
Eva ajută copiii de școală primară să își facă temele, în fiecare după-amiază de marți. Η Εύα βοηθά παιδιά του δημοτικού με το διάβασμά τους κάθε Τρίτη απόγευμα. |
βοηθώ
|
βοηθάω, βοηθώ
Aș termina treburile casei mult mai repede dacă m-ai ajuta. Θα μπορούσα να κάνω τις δουλειές του σπιτιού πολύ πιο γρήγορα εάν με βοηθούσες. |
στηρίζω, ενισχύω
Guvernul a ajutat financiar organizația umanitară. Η κυβέρνηση στήριξε (or: ενίσχυσε) την φιλανθρωπική οργάνωση. |
βοηθώ
Θα ήθελα να σε βοηθήσω, αλλά αυτή τη στιγμή έχω ξεμείνει και εγώ από χρήματα. |
βοηθάω κπ με κτ, βοηθώ κπ με κτ
Poți să mă ajuți la teme? Μπορείς να με βοηθήσεις με τα μαθήματά μου; |
βοηθάω κπ να κάνει κτ, βοηθώ κπ να κάνει κτ
Paul m-a ajutat să pornesc mașina. Am ajutat o doamnă în vârstă să treacă strada. Ο Παύλος με βοήθησε να βάλω μπρος το αυτοκίνητό μου. Βοήθησα μια ηλικιωμένη κυρία να περάσει τον δρόμο. |
βοηθάω, βοηθώ
Este important să îți ajuți prietenii când au nevoie. Είναι σημαντικό να βοηθάμε τους φίλους μας όταν το έχουν ανάγκη. |
βοηθάω, βοηθώ
I-am contactat pe toți cei care ne puteau ajuta. Ζητάμε να επικουρήσουν όλοι όσοι μπορούν. |
μου εξασφαλίζει
Interviul reușit l-a ajutat să primească jobul. Η καλή συνέντευξη του εξασφάλισε τη δουλειά. |
βοηθάω, βοηθώ
Ajutați-l! Are un atac de cord! Βοήθησέ τον! Παθαίνει καρδιακή προσβολή! |
κάνω αγαθοεργίες
|
βάζω ένα χέρι, βάζω ένα χεράκι(καθομιλουμένη, μτφ) |
βοηθάω, βοηθώ(σε κάτι, με κάτι) Ofițerul Blue a asistat la investigarea crimei recente. Ο Αστυνόμος Μπλου βοήθησε στην πρόσφατη εξιχνίαση φόνου. |
βοηθάω κτ να κάνει κτ, βοηθώ κπ να κάνει κτ
|
βοηθάω, βοηθώ
Ar fi util dacă ai ține de cealaltă margine a mesei. Λιγάκι αλάτι θα βοηθούσε την μαγειρική του. Θα μπορούσες να με βοηθήσεις με το να σηκώσεις την άλλη άκρη του τραπεζιού. |
προετοιμάζω(κάποιον για κάτι) Experiența îți va servi ca să obții postul. |
εξυπηρετικότητα
|
βοηθώ οικονομικά
|
δίνω ένα χέρι, δίνω ένα χεράκι(σε κάποιον) Χρειαζόμουν βοήθεια για να μεταφέρω την ντουλάπα και ο γείτονας με βοήθησε. |
βοηθώ κπ να αποφασίσει
|
υποθάλπω
|
ξελασπώνω(μεταφορικά) |
βοηθώ κπ να σηκωθεί
|
χωράω, χωρώ
Η σκηνή μπορεί να φιλοξενήσει πέντε άτομα. |
επανεντάσσω στην κοινωνία
|
βοηθώ κπ να ανέβει
|
επισπεύδω, επιταχύνω
|
βοηθώ στην αποκατάσταση κπ μετά από κτ(medicină) Η κλινική σχεδιάστηκε για να βοηθά στην αποκατάσταση ασθενών μετά από καρκίνο. |
βοηθάω, βοηθώ(να γίνει κάτι) |
βοηθάω κπ να ξεκινήσει
|
βοηθάω, βοηθώ(κάποιον να κάνει κάτι) Rosa l-a susținut pe fratele său în punerea bazelor afacerii sale. Η Ρόζα βοήθησε τον αδερφό της να στήσει την επιχείρησή του. |
βοηθάω, βοηθώ
Acea fotografie a ajutat-o să-și amintească. ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Όταν Γκάρι δεν μπορούσε να θυμηθεί τη λέξη, του την υπενθύμισε ο δάσκαλός του. |
βγάζω(από τη φυλακή) |
συνεισφέρω σε κτ, συμβάλλω σε κτ
Multe mulțumiri celor care au contribuit la (or: au ajutat la) curățarea plajei de gunoaie. Πολλές ευχαριστίες σε όλους όσους συνεισέφεραν στον καθαρισμό της παραλίας από τα σκουπίδια. |
βοηθώ(διευκολύνω) Ο πρόσκοπος βοήθησε τον ηλικιωμένο άντρα να περάσει το δρόμο. |
βοηθώ με κτ
|
Ας μάθουμε Ρουμάνος
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του a ajuta στο Ρουμάνος, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ρουμάνος.
Ενημερωμένες λέξεις του Ρουμάνος
Γνωρίζετε για το Ρουμάνος
Τα ρουμανικά είναι μια γλώσσα που ομιλείται από 24 έως 28 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στη Ρουμανία και τη Μολδαβία. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Αυτόνομη Επαρχία της Βοϊβοντίνα της Σερβίας. Υπάρχουν επίσης ρουμανόφωνοι σε πολλές άλλες χώρες, ιδίως στην Ιταλία, την Ισπανία, το Ισραήλ, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία και τη Γερμανία.