Τι σημαίνει το as a στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης as a στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του as a στο Αγγλικά.

Η λέξη as a στο Αγγλικά σημαίνει επιπροσθέτως, επιπλέον, όταν ήμουν παιδί, σαν παιδί, επομένως, κατά συνέπεια, συνεπώς, φιλικά, συνήθως, γενικά, αστεία, αυτονόητα, για την ακρίβεια, είναι θέμα αρχής, ως υποκατάστατο, επομένως, συνεπώς, κατά συνέπεια, λόγω, εξαιτίας, ως κανόνας, γενικά, συνήθως, ως υποκατάστατο, γενικά, εν γένει, στο σύνολο, συνολικά, πονηρός σαν αλεπού, εντελώς τυφλός, έρχομαι ξαφνικά/απότομα, αποτελώ έκπληξη, είμαι έκπληξη, σκέτη γλύκα, τούβλο, νεκρός, αγγλικά ως ξένη γλώσσα, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, υγιέστατος, πλάκα, ελεύθερο πουλί, ήρεμος, χαλαρός, χρησιμοποιώ ως δικαιολογία, ως πρόσχημα, ελαφρύς σαν πούπουλο, τρελάρας, θεοπάλαβος, θεότρελος, θεοπάλαβος, όμορφη σαν ζωγραφιά, ξυράφι, σπίρτο, βάζω μαύρες πλερέζες, απαλός σαν μετάξι, που χαίρει άκρας υγείας, σε άψογη κατάσταση, Τίποτα δε χαρίζεται., τούβλο, φτερό στον άνεμο, άσπρος σαν πανί, συνεργάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης as a

επιπροσθέτως, επιπλέον

adverb (informal (in addition)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We're going on a hike in the mountains today, and as a bonus we'll have a picnic.

όταν ήμουν παιδί, σαν παιδί

adverb (during childhood)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As a child, Henry was scared of dogs but he later went on to become a vet.

επομένως, κατά συνέπεια, συνεπώς

adverb (so, therefore)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The boy failed his math test. As a consequence, he cannot visit his friends this weekend.

φιλικά

adverb (preface to giving advice)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You know I say this as a friend, but I don't think that you should date him.

συνήθως, γενικά

adverb (usually)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I don't eat meat as a general rule, but I make an exception for my mother's cooking. Sometimes I'm late, but as a general rule I always try to be on time.

αστεία

adverb (for humorous effect)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Don't be upset, that comment was meant as a joke.

αυτονόητα

expression (as part of normal routine)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για την ακρίβεια

expression (in fact, on the contrary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not ignoring your brother; as a matter of fact, I invited him for dinner tonight.
Δεν αγνοώ τον αδερφό σου. Για την ακρίβεια τον κάλεσα για δείπνο απόψε.

είναι θέμα αρχής

expression (on moral grounds)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ως υποκατάστατο

adverb (as a substitute for)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Margarine is widely used as a replacement for butter.

επομένως, συνεπώς, κατά συνέπεια

adverb (consequently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The little girl kept jumping in puddles, and as a result her new shoes were ruined.
Το κοριτσάκι συνέχισε να πηδά στις λακκούβες και συνεπώς (or: κατά συνέπεια) τα καινούρια της παπούτσια καταστράφηκαν.

λόγω, εξαιτίας

expression (due to, because of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As a result of your disobedience, your parents punished you.
Οι γονείς σου σε τιμώρησαν εξαιτίας (or: λόγω) της ανυπακοής σου.

ως κανόνας, γενικά, συνήθως

expression (usually)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As a rule, we go to bed early on weeknights.

ως υποκατάστατο

expression (to replace, instead of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She used two cups of milk as a substitute for three eggs called for by the recipe.

γενικά, εν γένει, στο σύνολο, συνολικά

adverb (all considered together)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Some students need to improve, but the class as a whole is very good.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μερικοί παίκτες δεν είναι πολύ καλοί, αλλά η ομάδα στο σύνολό της έχει καλές επιδόσεις.

πονηρός σαν αλεπού

adjective (devious, cunning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Reynard was as sly as a fox as he wheedled his way into the hen house.

εντελώς τυφλός

adjective (informal (sightless, unable to see)

έρχομαι ξαφνικά/απότομα

verbal expression (news: be unexpected)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Since you are always late to work, it should not come as a shock that you would get fired.

αποτελώ έκπληξη, είμαι έκπληξη

verbal expression (be unexpected)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The letter offering me a job came as a total surprise.

σκέτη γλύκα

adjective (informal (very sweet, adorable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The little girl next door is cute as a button, with her blond curls and her button nose.

τούβλο

adjective (UK, regional, informal (person: silly, unintelligent) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Take no notice of him, he's daft as a brush.

νεκρός

adjective (UK, informal (no longer alive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγγλικά ως ξένη γλώσσα

noun (school subject)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gavin teaches English as a Foreign Language at a private language school.

αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα

noun (school subject)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Louise has a diploma in teaching English as a Second Language.

υγιέστατος

adjective (informal (physically healthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλάκα

adjective (informal (without any curves or bumps) (καθομ: επίπεδος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

ελεύθερο πουλί

adjective (informal (really free)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When this school year is over, I'll be free as a bird.

ήρεμος, χαλαρός

adjective (informal (calm and relaxed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χρησιμοποιώ ως δικαιολογία, ως πρόσχημα

transitive verb (make an excuse of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She gave being tired as a pretext for escaping from the boring party.

ελαφρύς σαν πούπουλο

adjective (weighing very little)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

τρελάρας, θεοπάλαβος

expression (UK, informal (crazy, insane) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θεότρελος, θεοπάλαβος

adjective (insane, crazy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't believe anything he says – he's mad as a hatter.

όμορφη σαν ζωγραφιά

adjective (girl: sweetly attractive) (μόνο θηλυκό)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Sophie looks as pretty as a picture in her new dress.

ξυράφι, σπίρτο

adjective (informal (intelligent, quick witted) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάζω μαύρες πλερέζες

adjective (UK, humorous, dated, slang (very disappointed) (μτφ: απογοητευμένος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απαλός σαν μετάξι

adjective (very soft to the touch)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που χαίρει άκρας υγείας

adjective (informal (person: healthy, unharmed) (πρόσωπο)

σε άψογη κατάσταση

adjective (informal (thing: in perfect condition) (πράγμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Τίποτα δε χαρίζεται.

expression (Everything has a cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had to pay taxes on the free gift. Well, there's no such thing as a free lunch.

τούβλο

verbal expression (informal (lack intelligence) (μεταφορικά, μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The new employee is thick as a brick.
Ο νέος υπάλληλος είναι τούβλο.

φτερό στον άνεμο

adjective (US, informal, figurative (flimsy or insubstantial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άσπρος σαν πανί

adjective (informal, figurative (pale: from shock, fright, etc.) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You look like you've seen a ghost – you're white as a sheet!

συνεργάζομαι

verbal expression (co-operate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If we work as a team we'll finish much sooner.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του as a στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του as a

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.