Τι σημαίνει το d'accord στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης d'accord στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του d'accord στο Γαλλικά.
Η λέξη d'accord στο Γαλλικά σημαίνει συγχορδιακός, της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψης, σύμφωνος, συναινών, ομολογουμένως, εντάξει, σύμφωνοι, ωραία, καλά, εντάξει, σε συμφωνία, πολύ καλά, εντάξει, καλά, σύμφωνοι, πρόθυμος, πρόθυμος, εντάξει, ναι, οκέι, εγκρίνω, σεβόμενος, συμφωνώ με κτ, συμπάθεια, συμφωνώ, κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή, αδυναμία συμφωνίας, σε συμφωνία με, σε συμφωνία με, συμφωνώ, διαφωνώ με, διαφωνώ με κτ/κπ, έχω συμφωνηθεί, έχω την ίδια άποψη, συμφωνώ, συμφωνώ, διαφωνώ, εγκρίνω, συμφωνώ απόλυτα, είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος, συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ, συμφωνώ με κτ, σε συμφωνία με κτ, συμφωνώ, διαφωνώ με κπ, συμφωνώ με κάποιον, συμφωνώ με κπ, διαφωνώ, κάνω συμφωνία με κπ, συμφωνώ με κτ, σύμφωνος, πρωτόκολλο, λήγω το ζήτημα, συμφωνώ με κπ για κτ, διαφωνώ, συναινώ, δεσμεύομαι, συμφωνώ, συμφωνώ, συμφωνώ με κτ, συμφωνώ, διαφωνώ με κτ, συμφωνώ, συμφωνώ σε κτ, συμφωνώ σε κτ, διαφωνία με κτ, συμφωνώ, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης d'accord
συγχορδιακόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψηςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Ça m'a fait plaisir qu'on soit d'accord sur le sujet. |
σύμφωνος, συναινώνlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les deux parties sont maintenant d'accord et la grève peut s'arrêter. |
ομολογουμένωςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) D'accord, John a eu une mauvaise note à l'interrogation, mais le professeur n'avait pas à l'humilier devant ses camarades comme ça. Ομολογουμένως ο Τζον τα πήγε άσχημα στο τεστ, αλλά ο δάσκαλος δεν είχε δικαίωμα να τον επιπλήξει έτσι μπροστά στην τάξη. |
εντάξει, σύμφωνοι, ωραία, καλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) D'accord, je vais sortir les poubelles. OK, θα βγάλω τα σκουπίδια. |
εντάξειinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) D'accord, allons au pub. Εντάξει, ας πάμε στην παμπ. |
σε συμφωνίαlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puisque nous sommes d'accord, la motion est adoptée. |
πολύ καλάadverbe D'accord, tu peux sortir ce soir, mais tu dois rentrer avant minuit. Πολύ καλά λοιπόν, μπορείς να βγεις απόψε, αλλά πρέπει να είσαι σπίτι μέχρι τα μεσάνυχτα. |
εντάξει, καλά, σύμφωνοιadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je vais au magasin. D'accord ? Θα πάω στο μαγαζί. Εντάξει; |
πρόθυμος(να κάνει κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Harry y est très favorable, donc n'hésite pas à lui faire part de ton idée. Ο Χάρυ είναι τόσο θετικός, επομένως μην διστάσεις να του μιλήσεις για το σχέδιό σου. |
πρόθυμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis prêt (or: disposé) à faire le repas ce soir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εγώ πάντως δεν είμαι διατεθειμένος να πληρώνω χρέη άλλων. |
εντάξει, ναι
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) « Joe, sors les poubelles, s'il te plaît. » « Je vais le faire, maman ! » |
οκέι(καθομιλουμένη) |
εγκρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chef a soutenu le projet de Karen visant à faire gagner le bureau en efficacité. Το αφεντικό ενέκρινε το σχέδιο της Κάρεν να κάνει τη δουλειά στο γραφείο πιο αποτελεσματική. |
σεβόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
συμφωνώ με κτ(une cause) Davantage de gens ont commencé à soutenir la cause des grévistes. |
συμπάθεια(θετική στάση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Malgré la position officielle du parti, le politicien éprouvait une certaine sympathie pour la cause des rebelles. |
συμφωνώinterjection (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Je suis d'accord", dit Tom, "Tu as raison". «Συμφωνώ!» είπε ο Τομ. «Έχεις δίκιο!» |
κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή(άποψη των περισσότερων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αδυναμία συμφωνίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σε συμφωνία με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis d'accord avec John sur la plupart des sujets. |
σε συμφωνία με
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Je suis entièrement d'accord avec toi à ce sujet. |
συμφωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαφωνώ με
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne suis pas d'accord avec ta réponse. Διαφωνώ με την απάντησή σου. |
διαφωνώ με κτ/κπ
|
έχω συμφωνηθείlocution verbale |
έχω την ίδια άποψηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous ne sommes pas toujours d'accord. Δεν έχουμε πάντα την ίδια άποψη. |
συμφωνώlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je pense que nous devrions partir. Tu es d'accord ? Νομίζω πως πρέπει να φύγουμε, συμφωνείς; |
συμφωνώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le chirurgien était d'accord avec l'infirmière au niveau de son diagnostic. |
διαφωνώverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Même s'ils ne sont pas souvent d'accord, ils sont heureux tous les deux. Αν και το ζευγάρι διαφωνεί συχνά, είναι ευτυχισμένοι μαζί. |
εγκρίνωlocution verbale (κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Même si les parents d'Isabelle savent qu'elle veut sortir avec Elmer, ils ne sont pas d'accord. Αν και οι γονείς της Ιζαμπέλ γνωρίζουν πως θέλει να βγει με τον Έλμερ, δεν το εγκρίνουν. |
συμφωνώ απόλυταlocution verbale |
είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis prêt à finir le rapport moi-même, mais il faut me laisser plus de temps. Είμαι πρόθυμη (or: σύμφωνη) να τελειώσω την αναφορά η ίδια, αλλά θα πρέπει να μου δώσεις περισσότερο χρόνο. |
συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμφωνώ με κτ(avec des propos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Συνήθως πάω πάσο σε ό,τι κι αν λέει για ν' αποφύγω τους καυγάδες. |
σε συμφωνία με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμφωνώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ήρθα σε συμφωνία με την πρώην σύζυγό μου. Θα παίρνω τα παιδιά τα Σαββατοκύριακα. |
διαφωνώ με κπ
Je ne suis pas du tout d'accord avec mon père au sujet de l'immigration. |
συμφωνώ με κάποιον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμφωνώ με κπ
J'ai demandé son avis à Jane et elle a été d'accord avec moi. Ζήτησα τη γνώμη της Τζέιν κι εκείνη ήταν της ίδιας άποψης με εμένα. |
διαφωνώ(με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fred voulait aller en boîte de nuit, mais George n'était pas d'accord. Ο Φρεντ πίστευε πως θα έπρεπε να πάνε σ' ένα κλαμπ, όμως ο Τζορτζ διαφώνησε μαζί του. |
κάνω συμφωνία με κπlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμφωνώ με κτ
Elle est convaincue que tous seront d'accord avec son plan quand ils l'auront compris. |
σύμφωνος(με κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο ύποπτος ήταν δεκτικός στην ανάκριση των αστυνομικών. |
πρωτόκολλοnom masculin (σύμφωνο, συνθήκη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Plusieurs nations ont refusé de signer le protocole d'accord sur le climat. Αρκετά έθνη αρνήθηκαν να υπογράψουν το πρωτόκολλο για το κλίμα. |
λήγω το ζήτημα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jane a mis fin au débat en cherchant la réponse sur Internet. |
συμφωνώ με κπ για κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous nous sommes mis d'accord avec Jack sur les couleurs des nouvelles chaises. Όλοι συμφωνήσαμε με τον Τζακ για το χρώμα που θα έχουν οι νέες καρέκλες. |
διαφωνώ(με κάποιον για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alison n'était pas d'accord avec Mike sur le meilleur moyen de faire obéir leur fille. Η Άλισον διαφώνησε με τον Μάικ όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο για να πειθαρχηθεί η κόρη τους. |
συναινώ(επίσημο: σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Peu de gens en ville consentiraient à l'augmentation des impôts. Δεν είναι πολλοί οι κάτοικοι της πόλης που θα συναινούσαν σε αύξηση φόρων. |
δεσμεύομαι, συμφωνώverbe pronominal (για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les deux parties se sont mises d'accord sur une somme à payer par le client dans le cas où le contrat serait annulé avant que le travail ne soit achevé. Τα δύο μέρη συμφώνησαν πως ένα ποσό θα πληρωνόταν από τον πελάτη σε περίπτωση ακύρωσης του συμβολαίου πριν την ολοκλήρωση της εργασίας. |
συμφωνώverbe pronominal (sur un prix) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous nous sommes mis d'accord sur un prix après quelques jours de négociation. Τα βρήκαμε στην τιμή έπειτα από κάποιες μέρες διαπραγματεύσεων. |
συμφωνώ με κτlocution adjectivale (figuré) Σιγουρέψω ότι ολόκληρη η ομάδα σου συμφωνεί με αυτό πριν προχωρήσεις. |
συμφωνώlocution verbale (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tous les élèves sont d'accord sur le fait que c'est une bonne professeur. Όλοι οι μαθητές συμφωνούν ότι είναι καλή δασκάλα. |
διαφωνώ με κτ
|
συμφωνώlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le comité est d'accord pour approuver le plan. Η επιτροπή συμφώνησε να εγκρίνει το σχέδιο. |
συμφωνώ σε κτ
Les deux camps se sont mis d'accord sur une trêve. |
συμφωνώ σε κτ
Les deux hommes se sont mis d'accord sur le prix de la voiture d'occasion. |
διαφωνία με κτ
|
συμφωνώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous devons nous mettre d'accord devant le juge sur les conditions du divorce. |
interjection (OK, oui) D'accord ! Je viendrai te chercher à la gare demain à 15 h 40. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του d'accord στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του d'accord
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.