Τι σημαίνει το gå ihop στο Σουηδικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gå ihop στο Σουηδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gå ihop στο Σουηδικό.
Η λέξη gå ihop στο Σουηδικό σημαίνει ενώνομαι, πάω μαζί με κάποιον άλλο, ταιριάζω, πάω μαζί, ταιριάζω, κολλάω, δένω, πάω μαζί, ταιριάζω, βγάζω νόημα, ταιριάζω, συνάδω, συνεργάζομαι, στέκω, συγχωνεύομαι, ταιριάζω, ενώνομαι, συνασπίζομαι, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, ταιριάζω, συνεργάζομαι, ταιριάζω με κπ, συνεργάζομαι, ενώνουμε τις δυνάμεις μας, συγχωνεύομαι, συγχωνεύομαι με κτ, ενώνομαι με κτ, ενώνομαι, συνενώνομαι, συγχωνεύομαι, ενώνομαι, συναντάω, συναντώ, είμαι ισάξιος, τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα, συναρμολογώ, ταξινομώ, πάω μαζί, ταιριάζω, είμαι κομμάτι του/της, ενώνω τις δυνάμεις μου, συγχωνεύομαι με κτ, ενώνομαι με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gå ihop
ενώνομαι
De två floderna går ihop vid staden Belgrad. Τα δύο ποτάμια γίνονται ένα στο Βελιγράδι. |
πάω μαζί με κάποιον άλλο
|
ταιριάζω
Οι δυο συνάδελφοι δεν ταίριαξαν και έτσι ο μάνατζερ τους χώρισε. |
πάω μαζί, ταιριάζω
|
κολλάω, δένω(μεταφορικά, ανεπίσημο) |
πάω μαζί, ταιριάζω(passa bra ihop) |
βγάζω νόημα(μεταφορικά) Όπως και να το έβλεπες τα νούμερα απλά δεν έβγαζαν νόημα. |
ταιριάζω, συνάδω(vara logisk, fungera) Οι δύο διαφορετικές περιγραφές του ίδιου γεγονότος δεν συνάδουν. |
συνεργάζομαι
|
στέκω(vagt, ofta negativt) |
συγχωνεύομαι
De två företagen gick ihop (or: samman) förra kvartalet. Οι δύο εταιρείες συγχωνεύτηκαν το προηγούμενο τρίμηνο. |
ταιριάζω
Λένε ότι οι Αμερικάνοι με τις Ισπανίδες ταιριάζουν πολύ καλά μεταξύ τους. |
ενώνομαι, συνασπίζομαι
Πρέπει να ενωθούμε (or: συνασπιστούμε), αν θέλουμε να κερδίσουμε τη μάχη. |
συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι
|
ταιριάζω
|
συνεργάζομαι
Όλοι συνεργάστηκαν για να πετύχει η συναυλία. |
ταιριάζω με κπ
Η Σάρα και η καινούρια συγκάτοικός της ταίριαξαν από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν. |
συνεργάζομαι(bildlig) ⓘDen här meningen är inte en översättning av den engelska meningen. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ενώνουν τις δυνάμεις τους στις επικείμενες εκλογές με την ελπίδα να πετύχουν καλύτερο αποτέλεσμα όλοι μαζί. |
ενώνουμε τις δυνάμεις μας
Όλες οι χώρες του κόσμου πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ο Τζάκσον πρότεινε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να ενθαρρύνουμε τους νεότερους μαθητές να μιλήσουν κατά τη διάρκεια των συναντήσεων. |
συγχωνεύομαι(skapa allians) |
συγχωνεύομαι με κτ, ενώνομαι με κτ
Dessa två floderna smälter ihop och blir till en, ungefär tre mil från kusten. Αυτά τα δύο ποτάμια ενώνονται μεταξύ τους σε ένα περίπου είκοσι μίλια από την ακτή. |
ενώνομαι, συνενώνομαι, συγχωνεύομαι
|
ενώνομαι
De två filerna gick plötsligt samman (or: ihop). Ξαφνικά οι δυο λωρίδες ενώθηκαν. |
συναντάω, συναντώ
Υπάρχει μια απόφραξη στο σημείο όπου ο σωλήνας συναντά την κεντρική γραμμή. |
είμαι ισάξιος
|
τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα(bildlig) (μεταφορικά, καθομ) Στην παρούσα οικονομική κρίση για πολλές οικογένειες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Δεν μπορώ να τα φέρω βόλτα με τα χρήματα που μου δίνεις. |
συναρμολογώ, ταξινομώ
|
πάω μαζί, ταιριάζω
Αυτά Τα παπούτσια ταιριάζουν μ' αυτή την τσάντα. |
είμαι κομμάτι του/της
|
ενώνω τις δυνάμεις μου(με κπ για να κάνω κτ) |
συγχωνεύομαι με κτ(formell) Bens firma gick samman med en konkurrent och han förlorade sitt jobb. Η εταιρεία του Μπεν συγχωνεύτηκε με μια ανταγωνίστρια εταιρεία και αυτός έχασε τη δουλειά του. |
ενώνομαι με κτ
|
Ας μάθουμε Σουηδικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gå ihop στο Σουηδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Σουηδικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Σουηδικό
Γνωρίζετε για το Σουηδικό
Τα σουηδικά (Svenska) είναι μια βορειο-γερμανική γλώσσα, η οποία ομιλείται ως μητρική από 10,5 εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν κυρίως στη Σουηδία και σε μέρη της Φινλανδίας. Οι Σουηδοί ομιλητές μπορούν να κατανοήσουν Νορβηγόφωνους και Δανούς. Τα σουηδικά είναι στενά συνδεδεμένα με τα δανικά και τα νορβηγικά, και συνήθως όποιος καταλαβαίνει ένα από τα δύο μπορεί να καταλάβει σουηδικά.