Τι σημαίνει το merge στο Ρουμάνος;
Ποια είναι η σημασία της λέξης merge στο Ρουμάνος; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του merge στο Ρουμάνος.
Η λέξη merge στο Ρουμάνος σημαίνει ιχνηλάτης, υπνοβάτης, καγιάκ, που τρέχει, που καλπάζει, συγκινητικός, θρησκευόμενος, που κουτσοδουλεύει, που κομπάζει, πως πάει;, ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει, πορεύσου εν ειρήνη, άι στο διάολο, άι στο διάβολο, αυτός που βγαίνει ραντεβού, θρησκευόμενη, εκκλησιαζόμενη, που παραπατάει, που τρεκλίζει, σχοινοβάτης, πλησιάζω τα, κοντεύω τα, χάνω πολλά χρήματα, φεύγω, κάνω τα πάντα, είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος, πάω ένα βήμα παραπέρα, φτάνω στα άκρα, μου έρχονται όλα έυκολα, δείχνω τον δρόμο, πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα, πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα, πηγαίνω στην εκκλησία, έχω λίγη δουλειά, πάω για ψάρεμα, κάνω ιππασία, πάω για ιππασία, πάω για κυνήγι, αλλάζω κατεύθυνση, πάω στην εκκλησία, πηγαίνω στην εκκλησία, το κόβω με τα πόδια, κάνω βόλτα, πάω περίπατο, πάω σχολείο, πηγαίνω σχολείο, πάω στη δουλειά, πηγαίνω στη δουλειά, κάνω ποδήλατο, πηγαίνω για κάμπινγκ, πάω για κάμπινγκ, κάνω το κάτι παραπάνω, χαλάω, δεν κάνω μισές δουλειές, πάω για μπάνιο, πάω κινηματογράφο, παίζω χαμηλά μπάλα, περπατάω, περπατώ, λειτουργώ, πάω για κυνήγι, κουτσαίνω, τρικλίζω, τρεκλίζω, παραπατάω, παραπατώ, περπατάω καμαρωτά, βαδίζω καμαρωτά, προχωράω καμαρωτά, ευδοκιμώ, περπατάω, περπατώ, περπατάω, προχωράω, χτυπάω τα πόδια μου, τριποδίζω, περπατώ αδιάφορα, καλπάζω, δρασκελίζω, κάνω σκαμπίλια, τριγυρνώ, τριγυρίζω, περπατώ βαριά, τρεκλίζω, παραπατάω, στρίβω, τρέχω, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, περπατάω με αστάθεια, περπατάω αργά, βαδίζω αργά, πηδιέμαι, κινούμαι γρήγορα, πάω για κυνήγι, πάω για ψώνια, συνεχίζω ευθεία, προχωρώ ευθεία, το παρακάνω, ταξιδεύω δυτικά, στραβά, πάω στο εξωτερικό, πηγαίνω στο εξωτερικό, πάω μαζί με κάποιον άλλο, πλησιάζω, προηγούμαι, οδηγώ χωρίς στάση, προηγούμαι, πάω προς τα πίσω, φτάνω με αυτοκίνητο, -, χωλαίνω,κουτσαίνω, παίρνω προβάδισμα, είμαι στο ρελαντί, συνεχίζω, πηγαίνω με κτ, συνοδεύω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι, ξεπερνώ, κατεβαίνω, λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης merge
ιχνηλάτης
|
υπνοβάτης
|
καγιάκ(în caiac) (κωπηλασία με κανό) |
που τρέχει
|
που καλπάζει(cal) |
συγκινητικός
|
θρησκευόμενος
|
που κουτσοδουλεύει
|
που κομπάζει
|
πως πάει;(καθομιλουμένη) |
ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει
|
πορεύσου εν ειρήνη
|
άι στο διάολο, άι στο διάβολο(αγενές, προσβλητικό) |
αυτός που βγαίνει ραντεβού
|
θρησκευόμενη, εκκλησιαζόμενη
|
που παραπατάει, που τρεκλίζει
|
σχοινοβάτης
|
πλησιάζω τα, κοντεύω τα
Ο Τομ πάντα αρνείται ν' αποκαλύψει την ηλικία του, πρέπει όμως να πλησιάζει (or: κοντεύει) τα εβδομήντα. |
χάνω πολλά χρήματα
|
φεύγω
|
κάνω τα πάντα
|
είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος
Για πολύ κόσμο το τσιγάρο και το ποτό πάνε πακέτο. Για πολύ κόσμο το τσιγάρο πάει πακέτο με το ποτό. |
πάω ένα βήμα παραπέρα(μεταφορικά) |
φτάνω στα άκρα
|
μου έρχονται όλα έυκολα
Ο κόσμος πιστεύει πως όλα έρχονται εύκολα σε όσους έχουν γεννηθεί πλούσιοι. |
δείχνω τον δρόμο
|
πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα
|
πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα
|
πηγαίνω στην εκκλησία
|
έχω λίγη δουλειά
|
πάω για ψάρεμα
|
κάνω ιππασία, πάω για ιππασία
|
πάω για κυνήγι
|
αλλάζω κατεύθυνση
|
πάω στην εκκλησία, πηγαίνω στην εκκλησία
|
το κόβω με τα πόδια(ανεπίσημο, μτφ) |
κάνω βόλτα, πάω περίπατο
|
πάω σχολείο, πηγαίνω σχολείο
Τα παιδιά αρχίζουν να πηγαίνουν στο σχολείο στην ηλικία των 5. |
πάω στη δουλειά, πηγαίνω στη δουλειά
|
κάνω ποδήλατο
Ποτέ δεν ξεχνάς πως να κάνεις ποδήλατο. |
πηγαίνω για κάμπινγκ, πάω για κάμπινγκ
|
κάνω το κάτι παραπάνω
|
χαλάω(για συσκευή) |
δεν κάνω μισές δουλειές
|
πάω για μπάνιο
|
πάω κινηματογράφο
|
παίζω χαμηλά μπάλα(αργκό) |
περπατάω, περπατώ
Ai vrea să mergi cu mașina sau pe jos? Προτιμάς να οδηγείς ή να περπατάς; |
λειτουργώ
Mașina asta funcționează așa cum trebuie? Δουλεύει αυτή η μηχανή όπως πρέπει; |
πάω για κυνήγι
Susan și-a dorit dintotdeauna să meargă la vânătoare dar până anul ăsta nu și-a făcut niciodată timp. Η Σούζαν πάντα ήθελε να ασχοληθεί με το κυνήγι αλλά δεν είχε ποτέ το χρόνο μέχρι φέτος. |
κουτσαίνω
Η Κάρεν πήγε κουτσαίνοντας μέχρι το αυτοκίνητό της αφού στραμπούληξε τον αστράγαλό της καθώς κατέβαινε τις σκάλες. |
τρικλίζω, τρεκλίζω, παραπατάω, παραπατώ
Ο νεαρός άνδρας παραπατούσε καθώς έφευγε από το μπαρ. |
περπατάω καμαρωτά, βαδίζω καμαρωτά, προχωράω καμαρωτά
Ο νεαρός άνδρας περπατούσε καμαρωτά στον δρόμο. |
ευδοκιμώ
Le merge bine tuturor plantelor din grădina mea. Όλα τα φυτά στον κήπο μου ευδοκιμούν. |
περπατάω, περπατώ
Περπατούσα με προσοχή ενώ διέσχιζα το ολισθηρό έδαφος. |
περπατάω, προχωράω(despre rațe) |
χτυπάω τα πόδια μου
Μη χτυπάς τα πόδια σου στις σκάλες, η αδελφή σου κοιμάται. |
τριποδίζω(despre cai) |
περπατώ αδιάφορα
|
καλπάζω
|
δρασκελίζω
|
κάνω σκαμπίλια(καθομ) |
τριγυρνώ, τριγυρίζω
|
περπατώ βαριά
|
τρεκλίζω, παραπατάω
|
στρίβω(για δρόμο, μονοπάτι) |
τρέχω
|
περιπλανιέμαι, περιφέρομαι
|
περπατάω με αστάθεια(despre copii) |
περπατάω αργά, βαδίζω αργά
|
πηδιέμαι(αργκό) |
κινούμαι γρήγορα
|
πάω για κυνήγι
|
πάω για ψώνια
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Μας τελείωσε εντελώς η ζάχαρη - Θα πρέπει να πάω για ψώνια το απόγευμα. |
συνεχίζω ευθεία, προχωρώ ευθεία
|
το παρακάνω
|
ταξιδεύω δυτικά
|
στραβά(καθομιλουμένη) |
πάω στο εξωτερικό, πηγαίνω στο εξωτερικό
Ο Σταύρος σχεδιάζει να ταξιδέψει στο εξωτερικό για πρώτη φορά στη ζωή του. |
πάω μαζί με κάποιον άλλο
|
πλησιάζω
|
προηγούμαι
|
οδηγώ χωρίς στάση(șofat) |
προηγούμαι(με γενική) |
πάω προς τα πίσω
|
φτάνω με αυτοκίνητο
|
-(facă, rezolve) Τελικά δεν μπορώ να έρθω μαζί σας το σαββατοκύριακο, αλλά μην αφήσετε να σας σταματήσει αυτό· εσείς να πάτε. |
χωλαίνω,κουτσαίνω
|
παίρνω προβάδισμα
|
είμαι στο ρελαντί(καθομιλουμένη) |
συνεχίζω
|
πηγαίνω με κτ
El merge pe bicicletă la școală în fiecare zi. Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο. |
συνοδεύω(pe cineva undeva) Mă vei însoți la magazin? Θα με συνοδέψεις στο κατάστημα; |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Η ζήτηση για το νέο μας τηλέφωνο έχει υπερβεί την προσφορά. |
πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι
|
ξεπερνώ
|
κατεβαίνω(μεταφορικά) Κατέβα την οδό Έλμ και μετά στρίψε αριστερά στη γωνία. |
λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ
Τα περισσότερα αμάξια καίνε βενζίνη. |
Ας μάθουμε Ρουμάνος
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του merge στο Ρουμάνος, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ρουμάνος.
Ενημερωμένες λέξεις του Ρουμάνος
Γνωρίζετε για το Ρουμάνος
Τα ρουμανικά είναι μια γλώσσα που ομιλείται από 24 έως 28 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στη Ρουμανία και τη Μολδαβία. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Αυτόνομη Επαρχία της Βοϊβοντίνα της Σερβίας. Υπάρχουν επίσης ρουμανόφωνοι σε πολλές άλλες χώρες, ιδίως στην Ιταλία, την Ισπανία, το Ισραήλ, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία και τη Γερμανία.