Τι σημαίνει το parts στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parts στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parts στο Αγγλικά.

Η λέξη parts στο Αγγλικά σημαίνει κομμάτι, μέρος, τμήμα, μέρος, κομμάτι, ρόλος, ρόλος, τμήματα, μέρη, κομμάτια, σημεία, εν μέρει, κατά ένα μέρος, χωρίστρα, κομμάτι, κομμάτι, ικανότητα, μερίδιο, ρόλος, αυτό που αντιστοιχεί, ό,τι αντιστοιχεί, χωρίζομαι, χωρίζω, χωρίζομαι, χωρίζω, φεύγω, χωρίζω, μοιράζω, χωρίζω, αποχωρίζομαι, στο γενικότερο πλαίσιο, σαν μέλος του, εξάρτημα αυτοκινήτου, ανήκω σε κτ, μικρός ρόλος, μέρος του σώματος, μέρος/εξάρτημα ηλεκτρονικού υπολογιστή, παίζω ρόλο, ανταλλακτικό, σε γενικές γραμμές, αποτελώ κομμάτι του, είμαι μέρος του, φέρω μέρος της ευθύνης για κτ, εκατοστό, φανταστικό μέρος μιγαδικού αριθμού, καλοπροαίρετα, καλόπιστα, κατά μεγάλο μέρος, μερικώς, αναπόσπαστο κομμάτι, δείχνω κατάλληλος για έναν ρόλο, από πλευράς, βασικό κομμάτι, παίρνει ο καθένας τον δρόμο του, αποχωρίζομαι, μέρος του λόγου, μερικής απασχόλησης, μερικής απασχόλησης, σε τεύχη, κάνω χωρίστρα, υπάλληλος μερικής απασχόλησης, δουλειά μερικής απασχόλησης, υπάλληλος μερικής απασχόλησης, ημιαπασχολούμενος, ημιαπασχολούμενη, χωρίστρα, παίζω, συμμετέχω σε κτ, παίζω ρόλο σε κτ, παίζω το ρόλο του, συνεισφέρω, ανταλλακτικό, ρόλος με λόγια, συμμετέχω ενεργά, συμμετέχω ενεργά σε κτ, δεν συμμετέχω σε κτ, συμμετέχω, συμμετέχω σε κτ, σχεδόν όλος, σχεδόν ολόκληρος, ανώτερο σημείο, βουβός ρόλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parts

κομμάτι

noun (piece)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The child assembled the parts of the model train.
Το παιδί συναρμολόγησε τα κομμάτια του τρένου.

μέρος, τμήμα

noun (section)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The novel is divided into three parts.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη (or: τμήματα).

μέρος

noun (portion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mix one part cement to two parts water.

κομμάτι

noun (segment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
How many parts should I slice this cake into?
Σε πόσα κομμάτια να κόψω το κεϊκ;

ρόλος

noun (theatre: role)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I'm playing the part of Ophelia.
Παίζω τον ρόλο της Οφηλίας.

ρόλος

noun (cinema: role)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She got a small part in his new film.
Πήρε έναν μικρό ρόλο στην καινούρια του ταινία.

τμήματα, μέρη, κομμάτια, σημεία

plural noun (areas of a country, region) (με γενική)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
It's safer not to venture into certain parts of London.
Είναι πιο ασφαλές να μην πηγαίνεις σε ορισμένες περιοχές του Λονδίνου.

εν μέρει, κατά ένα μέρος

adverb (partly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sometimes I think my dog is part human.
Μερικές φορές νομίζω ότι ο σκύλος μου είναι εν μέρει άνθρωπος.

χωρίστρα

noun (US (hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Which side do you wear your part on?

κομμάτι

noun (music: written piece)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you have a copy of the soprano part?

κομμάτι

noun (music: voice, instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The violin part was more challenging than the others.

ικανότητα

noun (attribute)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is a man of many parts.

μερίδιο

noun (share)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When do I get my part of the money?

ρόλος

noun (participation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That extremist group surely has a part in this plot.
Αυτή η εξτρεμιστική ομάδα έπαιξε σίγουρα κάποιο ρόλο σε αυτή την σκευωρία.

αυτό που αντιστοιχεί, ό,τι αντιστοιχεί

noun (duty, contribution)

You must do your part in the cleaning too.
Πρέπει να κάνεις και εσύ ό,τι σου αντιστοιχεί στο καθάρισμα.

χωρίζομαι, χωρίζω

intransitive verb (become divided)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Go left when the path parts.

χωρίζομαι, χωρίζω

intransitive verb (people: separate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
And here is where we must part.
Και εδώ πρέπει να χωρίσουμε.

φεύγω

intransitive verb (person: leave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She parted without saying a word.

χωρίζω

transitive verb (divide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A police officer parted the crowd.

μοιράζω

transitive verb (archaic (apportion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He parted the winnings among his friends.

χωρίζω

transitive verb (force apart)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The director parted the curtains and stepped onto the stage.

αποχωρίζομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (give up, give away)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I just couldn't part with my childhood teddy bear.
Δε μπορούσα να αποχωριστώ το αρκουδάκι των παιδικών μου χρόνων.

στο γενικότερο πλαίσιο

preposition (in the wider context)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As part of a school project, we must write and perform a short play.
Στο γενικότερο πλαίσιο ενός σχολικού πρότζεκτ πρέπει να γράψουμε και να παίξουμε ένα μικρό θεατρικό έργο.

σαν μέλος του

preposition (as a member)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As part of a team, you must be able to work together with other people.
Σαν μέλος της ομάδας πρέπει να μπορείς να συνεργάζεσαι με τα άλλα άτομα.

εξάρτημα αυτοκινήτου

noun (car component)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You'll need to order that auto part from the mechanic.

ανήκω σε κτ

verbal expression (be involved)

At school, he was part of the football team.

μικρός ρόλος

noun (acting: small role)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I got a bit part in the play. I only have two lines.

μέρος του σώματος

noun (human body: limb, organ, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The anatomy students were required to dissect human body parts.

μέρος/εξάρτημα ηλεκτρονικού υπολογιστή

noun (physical component of a computer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Computer parts vary enormously in price.
Τα εξαρτήματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχουν τεράστιες διαφορές όσον αφορά την τιμή.

παίζω ρόλο

verbal expression (mainly US (contribute, participate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Martha did her part to make the event a success.

ανταλλακτικό

noun (spare piece)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The website sells extra parts for Renault cars.

σε γενικές γραμμές

adverb (mostly, largely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I agree with you for the most part, but still have a problem with the timing of the plan.
Συμφωνώ μαζί σου σε γενικές γραμμές, αλλά έχω ακόμη πρόβλημα με τον χρόνο του σχεδίου.

αποτελώ κομμάτι του, είμαι μέρος του

verbal expression (be a component)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Our solar system forms part of a galaxy we call the Milky Way.

φέρω μέρος της ευθύνης για κτ

verbal expression (be partly responsible)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lewis denied having a part in the attempted murder.

εκατοστό

noun (1 per cent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A centimetre is a hundredth part of a metre.

φανταστικό μέρος μιγαδικού αριθμού

noun (mathematics) (μαθηματικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The teacher explained how to calculate the real and imaginary part of the numbers.

καλοπροαίρετα, καλόπιστα

adverb (in friendly manner)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Richard always took in good part everything that was said to him.

κατά μεγάλο μέρος

adverb (informal (largely)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
We prepared everything for the party on time, in good part thanks to the help of my brother.

μερικώς

adverb (partially)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I agree with you in part but not completely. Your answer is correct in part, but it needs further elaboration.
Συμφωνώ μαζί σου εν μέρει, αλλά όχι εξ ολοκλήρου.

αναπόσπαστο κομμάτι

noun (inextricable aspect) (με γενική)

The computer has become an integral part of our business operation.

δείχνω κατάλληλος για έναν ρόλο

verbal expression (appear suitable for role)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't know if John is prepared for the performance, but he certainly looks the part.

από πλευράς

preposition (by) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is a strong desire on the part of new citizens to help shape the places in which they live.

βασικό κομμάτι

noun (figurative (integral part of whole)

παίρνει ο καθένας τον δρόμο του

verbal expression (end relationship)

αποχωρίζομαι

(leave [sb]'s company)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The young woman parted from her parents and went out into the world. The lovers parted tearfully from one other.

μέρος του λόγου

noun (grammatical category of a word)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Can you identify the part of speech of this word? Is it a noun, a verb, or an adjective?
Μπορείς να αναγνωρίσεις τι μέρος του λόγου είναι αυτή η λέξη; Είναι ουσιαστικό, ρήμα ή επίθετο;

μερικής απασχόλησης

adjective (work: fewer hours)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I finally got a job working as a part-time bartender.
Επιτέλους βρήκα δουλειά ως μπάρμαν μερικής απασχόλησης.

μερικής απασχόλησης

adverb (work: for fewer hours)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I got a job working part time for the delivery company.
Βρήκα δουλειά και εργάζομαι μερική απασχόληση στην εταιρεία παραδόσεων.

σε τεύχη

noun (magazine series)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The novel was originally published as a part work.

κάνω χωρίστρα

verbal expression (hair: comb into parting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Charles parts his hair in the middle.

υπάλληλος μερικής απασχόλησης

noun (work: not full time)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The company needs to hire some part-time employees during the busy holiday season.

δουλειά μερικής απασχόλησης

noun (work: not full time)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When I was a student I had a part-time job working in a pub.
Όταν ήμουν φοιτητής είχα δουλειά μερικής απασχόλησης, δούλευα σε μια παμπ.

υπάλληλος μερικής απασχόλησης

noun (employee: not full time)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Many mothers are part-time workers: they can't work full-time because of their children.
Πολλές μητέρες είναι υπάλληλοι μερικής απασχόλησης: δεν μπορούν να δουλέψουν πλήρες ωράριο λόγω των παιδιών τους.

ημιαπασχολούμενος, ημιαπασχολούμενη

noun (colloquial (worker)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Nina works as a part-timer at the supermarket.

χωρίστρα

noun (UK (line where hair is parted)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παίζω

verbal expression (act) (σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'd like to play a part in the school musical, so I'm going to audition.

συμμετέχω σε κτ

verbal expression (participate)

This was a real community effort, nearly everyone here played a part in creating the newsletter.

παίζω ρόλο σε κτ

verbal expression (be partly responsible)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oliver's tendency to trust people too easily played a part in his downfall.

παίζω το ρόλο του

verbal expression (act the role of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Humphrey Bogart and Ingrid Bergman starred in "Casablanca", and Dooley Wilson played the part of Sam.

συνεισφέρω

verbal expression (mainly UK (contribute, participate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Each of us needs to play our part to make the world a better place.

ανταλλακτικό

noun (often plural (replacement component)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you have a spare part for my bike?
Έχεις ανταλλακτικό για τη μηχανή μου;

ρόλος με λόγια

noun (role: with spoken lines)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I never had a speaking part in my short acting career, just walk-on roles.

συμμετέχω ενεργά

verbal expression (be fully involved)

Emily takes an active part in the chess club.

συμμετέχω ενεργά σε κτ

verbal expression (be involved)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He refused to take an active part in the discussion.

δεν συμμετέχω σε κτ

verbal expression (not participate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shirley hates dancing, and says she'll take no part in it.

συμμετέχω

verbal expression (participate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Join us at our rehearsal tonight if you'd like to take part.
Έλα μαζί μας στην πρόβα απόψε αν θέλεις να συμμετάσχεις.

συμμετέχω σε κτ

verbal expression (join in)

She was angry and did not take part in the festivities.

σχεδόν όλος, σχεδόν ολόκληρος

noun (most)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
It took us the best part of the morning to finish the job.
Μας πήρε σχεδόν όλο το πρωί να τελειώσουμε τη δουλειά.

ανώτερο σημείο

noun (uppermost portion or area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wedding figurines are typically found on the top part of the cake.

βουβός ρόλος

noun (acting role with no spoken lines) (θέατρο, κινηματογράφος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
She asked for a walk-on part so that she wouldn't have to memorize lines.
Ζήτησε ρόλο που να μην έχει λόγια, έτσι ώστε να μη χρειαστεί να τα αποστηθίσει.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parts στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του parts

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.