Τι σημαίνει το rămâne στο Ρουμάνος;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rămâne στο Ρουμάνος; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rămâne στο Ρουμάνος.
Η λέξη rămâne στο Ρουμάνος σημαίνει τέλειωσα, τελειώνω, σε κίνηση, μεταξύ μας, μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτ, μένω σοβαρός, μένω κοντά σε κπ/κτ, επαναλαμβάνω ένα έτος, παραμένω εν ζωή/ζωντανός, κλειδώνομαι απ' έξω, βάζω κτ στο μάτι, ξεμένω από κτ, μένω στη γραμμή (μου), παραμένω, μένω, καθυστερώ, ακολουθώ, ξεχειμωνιάζω, κυοφορώ, εγκυμονώ, μένω πίσω, παραμένω σταθερός, παραμένω έγκυρος, μένω αμετάπειστος, μένω ανυποχώρητος, μένω ξύπνιος, κάθομαι, παραμένω, ξεκουρδίζομαι, ξεμένω, μένω ξύπνιος, κρατώ επαφή, δεν κινούμαι, παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος, γίνομαι φτωχότερος, γίνομαι πιο φτωχός, μένω στη επιφάνεια, δεν μιλάω, κάθομαι ακίνητος, μένω σταθερός, παραμένω σταθερός, παραμένω ανώνυμος, παραμένω ουδέτερος, παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου, παραμένω σε εγρήγορση/επαγρύπνηση, παραμένω επίκαιρος/ορθός/σωστός, μένω πίσω, είμαστε ενωμένοι, μένουμε ενωμένοι, μένω, μένω μέσα, κάθομαι μέσα, μένω σπίτι, κάθομαι σπίτι, μένω, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, δε χωράω, δε χωρώ, πνίγομαι, στραβοκαταπίνω, ακολουθώ, μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια, παραξενεύομαι με κτ, απορώ με κτ, μένω σε, δεν αποκλίνω από, μπλοκάρω, φρακάρω, κολλάω, βουλιάζω, μένω ξύπνιος, γκαστρώνω, εξοκέλλω, μένω συντονισμένος, είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός, μου κάνει, μου χωράει, μένω, παραμένω, μένω πίσω, τα φέρνω βόλτα, δεν απομακρύνομαι, μένω πίσω από κπ/κτ, μένω πίσω σε σχέση με κπ/κτ, πνίγομαι με κτ, μένω/παραμένω μαζί, κοιμάμαι μέχρι αργά, μένω πίσω, ξεμένω από κτ, παγιδεύομαι, τρελαίνω, μένω πιστός σε κπ, παραμένω, μένω, δεν βγάζω, απομένω, μένω, παραμένω, μένω, σταθεροποιούμαι, χαλάω, καταστρέφομαι, χάνω ένταση, μένω σιωπηλός, κάνω ησυχία, διατηρώ ενότητα, μένω πίσω, μένω ενωμένος, συλλαμβάνω, έχω ξεμείνει από κτ, συλλαμβάνω, -, προεξέχω, εξέχω, ξεμένω από κτ, δεν έχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rămâne
τέλειωσα(το προϊόν) Punga de scutece s-a terminat. Mai ai alta? Το κουτί με τις πάνες άδειασε. Έχουμε άλλο; |
τελειώνω
Μας τελειώνει το χαρτί υγείας. |
σε κίνηση
|
μεταξύ μας
|
μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτ
Η αδερφή μου πήγε για ψώνια με τη φίλη της και εγώ ξέμεινα να κάνω μπέιμπι σίτινγκ στα δυο μικρά παιδιά της. |
μένω σοβαρός(έκφραση προσώπου) |
μένω κοντά σε κπ/κτ
|
επαναλαμβάνω ένα έτος
|
παραμένω εν ζωή/ζωντανός
|
κλειδώνομαι απ' έξω
Με το που έκλεισα την πόρτα συνειδητοποίησα πως είχα κλειδωθεί απ' έξω. Είχα αφήσει τα κλειδιά μου μέσα, πάνω στο τραπέζι. |
βάζω κτ στο μάτι(μεταφορικά) |
ξεμένω από κτ(καθομιλουμένη) |
μένω στη γραμμή (μου)(la telefon) |
παραμένω
Contul rămâne activ. Ο λογαριασμός παραμένει σε ισχύ. |
μένω
Aș vrea să rămân. Θέλω να μείνεις. |
καθυστερώ(producția) To πρότζεκτ ξεκίνησε καλά, αλλά προέκυψαν δυσκολίες και άρχισε να καθυστερεί. |
ακολουθώ
|
ξεχειμωνιάζω
|
κυοφορώ, εγκυμονώ
|
μένω πίσω(μεταφορικά) Αν δεν μελετάω δύο ώρες κάθε βράδυ, κινδυνεύω να μείνω πίσω με τα μαθήματα για την τάξη μου. |
παραμένω σταθερός
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Ο άντρας τραυματίστηκε σοβαρά αλλά οι γιατροί λένε πως η κατάστασή του παραμένει σταθερή. |
παραμένω έγκυρος
|
μένω αμετάπειστος, μένω ανυποχώρητος
|
μένω ξύπνιος
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Μείναμε ξύπνιοι όλη νύχτα μιλώντας μεταξύ μας. |
κάθομαι, παραμένω(καθομιλουμένη) |
ξεκουρδίζομαι
|
ξεμένω
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Μπορείς να πας και να αγοράσεις γάλα; Έχουμε ξεμείνει τελείως. |
μένω ξύπνιος
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Ο κύριος Σμιθ είναι τόσο βαρετός που μου είναι δύσκολο να μείνω ξύπνιος στο μάθημά του. Ο καφές με βοηθάει να μένω ξύπνιος στη δουλειά. |
κρατώ επαφή
Ακόμα κρατώ επαφή με τον καλύτερό μου φίλο από τα παιδικά μου χρόνια. |
δεν κινούμαι
Μείνε εδώ που είσαι, μην κουνηθείς. Θα επιστρέψω αμέσως. |
παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος
|
γίνομαι φτωχότερος, γίνομαι πιο φτωχός
|
μένω στη επιφάνεια
|
δεν μιλάω(μεταφορικά) |
κάθομαι ακίνητος
|
μένω σταθερός, παραμένω σταθερός
|
παραμένω ανώνυμος
Όταν συμμετέχω σε έρευνες προτιμώ να παραμένω ανώνυμος. |
παραμένω ουδέτερος
Η Ελβετία παρέμεινε ουδέτερη κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. |
παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου
Παρακαλώ παραμείνετε στις θέσεις σας έως το λεωφορείο να σταματήσει εντελώς. |
παραμένω σε εγρήγορση/επαγρύπνηση
|
παραμένω επίκαιρος/ορθός/σωστός
|
μένω πίσω
|
είμαστε ενωμένοι
|
μένουμε ενωμένοι
|
μένω(σε κάποιον ή κάπου) Μαμά, να κοιμηθώ στην Άννα απόψε; |
μένω μέσα, κάθομαι μέσα, μένω σπίτι, κάθομαι σπίτι
Είχε κρύο και φύσαγε και έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε σπίτι. |
μένω
Προχώρα εσύ, εγώ θα μείνω. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλω(finanțe) (κάτι σε κάποιον) Pentru că am împrumutat bani ca să cumpăr casa, datorez băncii o mulțime de bani. Είχα πάρει δάνειο για να αγοράσω το σπίτι μου, και τώρα χρωστάω (or: οφείλω) πολλά χρήματα στην τράπεζα. |
δε χωράω, δε χωρώ(haine) |
πνίγομαι, στραβοκαταπίνω(κυριολεκτικά) Ο ηλικιωμένος άνδρας πνίγηκε ενώ έτρωγε και σχεδόν απέκτησε μπλε χρώμα πριν να φτάσει ο σερβιτόρος για να τον βοηθήσει. |
ακολουθώ
|
μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια(un costum) (ρούχο, παπούτσι) Τα παιδιά αυτής της ηλικίας μεγαλώνουν και πολύ γρήγορα δεν τους κάνουν πια τα ρούχα τους. |
παραξενεύομαι με κτ, απορώ με κτ
|
μένω σε, δεν αποκλίνω από(καθομιλουμένη) Εάν δεν αποκλίνω από αυτή τη δίαιτα θα μπορέσω να φορέσω το αγαπημένο μου παντελόνι μέχρι τα Χριστούγεννα. |
μπλοκάρω, φρακάρω
|
κολλάω, βουλιάζω
|
μένω ξύπνιος
|
γκαστρώνω(καθομιλουμένη) |
εξοκέλλω
Τα ψαροκάικα εξόκειλαν, όταν υποχώρησαν τα νερά. |
μένω συντονισμένος(radio) Θα επιστρέψουμε μετά το διαφημιστικό διάλειμμα οπότε μείνετε συντονισμένοι! |
είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός(με κάτι, σε κάτι) |
μου κάνει, μου χωράει
Pantofii nu îmi mai vin bine. Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια. |
μένω, παραμένω
El a ieșit, în timp ce ea a rămas acasă. Αυτός βγήκε, ενώ εκείνη έμεινε (or: παρέμεινε) σπίτι. |
μένω πίσω(la o cursă) Ο Σoν σκόνταψε στην αρχή του αγώνα και σύντομα έμεινε πίσω. |
τα φέρνω βόλτα(ανεπίσημο) |
δεν απομακρύνομαι
|
μένω πίσω από κπ/κτ, μένω πίσω σε σχέση με κπ/κτ
|
πνίγομαι με κτ(cu mâncare) Karen se îneca cu un hot dog. Η Κάρεν πνίγηκε με ένα χοτ ντογκ. |
μένω/παραμένω μαζί
|
κοιμάμαι μέχρι αργά
Θα κοιμηθώ μέχρι αργά σήμερα το πρωί, γιατί χτες το βράδυ βγήκα για τα γενέθλιά μου. Οι νιόπαντροι απολάμβαναν να κοιμούνται μέχρι αργά τις Κυριακές. |
μένω πίσω
|
ξεμένω από κτ
Πρέπει να πάμε για ψώνια επειδή ξεμείναμε από φακελάκια τσαγιού. |
παγιδεύομαι(εγώ ο ίδιος) Am rămas să vorbesc cu el timp de două ore. ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Παγιδεύτηκε μόνη της μαζί του και της μιλούσε για δύο ώρες. |
τρελαίνω
|
μένω πιστός σε κπ
Ήταν μια καλή φίλη, η οποία μου έμεινε πιστή στα εύκολα και στα δύσκολα. |
παραμένω, μένω
Κατάλαβα ότι για να παραμείνω στον διαγωνισμό έπρεπε να προσπαθήσω περισσότερο. |
δεν βγάζω(despre haine) |
απομένω, μένω
Rămân trei felii de pizza. Απέμειναν (or: έμειναν) τρία κομμάτια πίτσα. |
παραμένω, μένω
În loc să se rostogolească în apă, mingea de golf a rămas pe iarbă. Η μπάλα του γκολφ αντί να κυλήσει στο νερό, παρέμεινε (or: έμεινε) στο γρασίδι. |
σταθεροποιούμαι
Τα κέρδη της εταιρείας έχουν σταθεροποιηθεί τα τελευταία τρία χρόνια. |
χαλάω, καταστρέφομαι(μεταφορικά) |
χάνω ένταση(για φωνή) |
μένω σιωπηλός, κάνω ησυχία
|
διατηρώ ενότητα
|
μένω πίσω(figurat) (μεταφορικά) Η εταιρεία έμεινε πίσω σε θέματα τεχνολογικής καινοτομίας. |
μένω ενωμένος
|
συλλαμβάνω
După mai mulți ani de încercări, Stella a conceput gemeni. Μετά από χρόνια προσπάθειας, η Στέλλα συνέλαβε δίδυμα. |
έχω ξεμείνει από κτ(καθομιλουμένη) Έπρεπε να πάω για ψώνια μιας και είχαμε ξεμείνει εντελώς από γάλα. |
συλλαμβάνω
Doctorii investighează de ce ea nu poate concepe. Οι γυναικολόγοι εξετάζουν γιατί δεν μπορεί να συλλάβει. |
-(în expresie) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) Am rămas fără zahăr. ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Φοβάμαι ότι δεν μπορείς να δανειστείς ζάχαρη, έχουμε ξεμείνει. |
προεξέχω, εξέχω
Salteaua nu a încăput în camion, așa că o margine a rămas în afară. Το στρώμα δε χωρούσε στο φορτηγό και έτσι ένα κομμάτι του προεξείχε στο πίσω μέρος. |
ξεμένω από κτ(în expresie: to be short on) Am rămas fără toner. Ξεμείναμε από μελάνι για τον εκτυπωτή. |
δεν έχω(χαρτοπαίγνια) Δεν είχε καρό. |
Ας μάθουμε Ρουμάνος
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rămâne στο Ρουμάνος, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ρουμάνος.
Ενημερωμένες λέξεις του Ρουμάνος
Γνωρίζετε για το Ρουμάνος
Τα ρουμανικά είναι μια γλώσσα που ομιλείται από 24 έως 28 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στη Ρουμανία και τη Μολδαβία. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Αυτόνομη Επαρχία της Βοϊβοντίνα της Σερβίας. Υπάρχουν επίσης ρουμανόφωνοι σε πολλές άλλες χώρες, ιδίως στην Ιταλία, την Ισπανία, το Ισραήλ, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία και τη Γερμανία.