Τι σημαίνει το Schnee στο Γερμανικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης Schnee στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του Schnee στο Γερμανικό.
Η λέξη Schnee στο Γερμανικό σημαίνει χιόνι, χιόνι, κοκαΐνη, ηρωίνη, κόκα, πρέζα, χιονισμένος, κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκος, καλύπτω με χιόνι, παλιομοδίτικος, αποτελώ παρελθόν, εκχιονίζω, καθαρίζω κτ από το χιόνι, περασμένα ξεχασμένα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης Schnee
χιόνι
Wir hatten gestern 10 cm Schnee. Είχαμε 10 εκατοστά χιόνι χτες. |
χιόνι(αργκό, μτφ) Kokain ist auch als Koks, Charlie oder Schnee bekannt. |
κοκαΐνη(ναρκωτικό) Η Τζούλι συνελήφθη για κατοχή κοκαΐνης. |
ηρωίνη(ναρκωτική ουσία) |
κόκα(καθομιλουμένη) |
πρέζα(ανεπίσημο: ηρωίνη) |
χιονισμένος
Bei Sonnenaufgang sehen die verschneiten Bergen wundervoll aus. Τα χιονισμένα βουνά φαίνονται όμορφα με την ανατολή του ήλιου. |
κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκος
|
καλύπτω με χιόνι
|
παλιομοδίτικος(übertragen, altmodisch) |
αποτελώ παρελθόν
|
εκχιονίζω
|
καθαρίζω κτ από το χιόνι
|
περασμένα ξεχασμένα
|
Ας μάθουμε Γερμανικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του Schnee στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Γερμανικό
Γνωρίζετε για το Γερμανικό
Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.