Τι σημαίνει το smeller στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης smeller στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του smeller στο Αγγλικά.

Η λέξη smeller στο Αγγλικά σημαίνει μυρίζω, μυρίζω, μυρίζω, μυρίζω, μυρωδιά, οσμή, μυρωδιά, όσφρηση, μοιάζω, μυρίζω, οσφραίνομαι, μυρίζομαι, μυρίζω σαν, βρωμάω, μυρίζω, μυρίζομαι, ανιχνεύω με τη μυρωδιά, εντοπίζω, αναγνωρίζω, δυσωδία, αίσθηση της όσφρησης, κάτι μου βρωμάει, βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα, βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα, εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχή, αναλαμβάνω δράση εναντίον κάποιου, μοσχοβολάω, μυρίζω ωραία, μυρίζω σαν, μυρίζω έντονα, απολαμβάνω τις μικρές χαρές, απολαμβάνω τα απλά πράγματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης smeller

μυρίζω

intransitive verb (emit an odour)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It smells in their house, but I can't say what the smell is exactly.
Στο σπίτι τους μυρίζει, αλλά δεν ξέρω ακριβώς τι μυρωδιά είναι αυτή.

μυρίζω

intransitive verb (emit a foul odour)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Whew! It smells in the bathroom. You should open a window.
Πουφ! Βρωμάει στο μπάνιο. Θα έπρεπε να ανοίξεις το παράθυρο.

μυρίζω

intransitive verb (sense, ability to smell)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I can't smell with this cold that I have.
Δεν μπορώ να μυρίσω με αυτό το κρύωμα που άρπαξα.

μυρίζω

transitive verb (detect by smell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She smelled garlic and knew that her friend was cooking.
Μύρισε σκόρδο, και κατάλαβε οτι μαγείρευε ο φίλος της.

μυρωδιά, οσμή

noun (odour, fragrance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The smell of the cooking filled the house.
Η μυρωδιά (or: οσμή) του φαγητού γέμισε το σπίτι.

μυρωδιά

noun (foul smell) (συχνά με επίθετο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The smell was obvious when we opened the refrigerator.

όσφρηση

noun (sense: ability to detect scents)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have a bad cold, and have lost my sense of smell.

μοιάζω

intransitive verb (figurative (resemble in general)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This situation smells like a trap.

μυρίζω

intransitive verb (sniff)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He smelled around the room, trying to locate the source of the odour.

οσφραίνομαι, μυρίζομαι

transitive verb (figurative (detect in general) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He smelled trouble when the others started arguing, so he left the bar.

μυρίζω σαν

phrasal verb, transitive, inseparable (have the scent of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The perfume, which my friend uses, smells of roses.

βρωμάω, μυρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (be suggestive of) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your story about what happened to the cookies smells of deception to me!
Η ιστορία σου για τα μπισκότα βρωμάει απάτη!

μυρίζομαι, ανιχνεύω με τη μυρωδιά

phrasal verb, transitive, separable (literal (dog: detect by sniffing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pigs are very good at smelling out truffles.

εντοπίζω, αναγνωρίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (detect: identify or locate) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δυσωδία

noun (unpleasant odor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αίσθηση της όσφρησης

noun (ability to detect scents)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dogs have a strong sense of smell.

κάτι μου βρωμάει

verbal expression (figurative, informal (suspect [sth]) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You say you didn't steal my cookies, but I smell a rat.

βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα

(have a very unpleasant odour)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There's a dead skunk in the middle of the road - it smells awful!

βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα

(have an unpleasant odor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
These clothes smell bad! - you didn't hang them out to dry long enough.

εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχή

verbal expression (figurative (sense a chance for victory)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναλαμβάνω δράση εναντίον κάποιου

verbal expression (figurative (be eager to attack [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μοσχοβολάω, μυρίζω ωραία

verbal expression (have a pleasant aroma)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't know what you're cooking but it smells good!

μυρίζω σαν

verbal expression (have the same scent as)

This soap smells like sweets!
Αυτό το σαπούνι μυρίζει σαν γλυκό!

μυρίζω έντονα

intransitive verb (have a powerful scent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Wow, that drink smells strong!

απολαμβάνω τις μικρές χαρές, απολαμβάνω τα απλά πράγματα

verbal expression (figurative (count one's blessings, appreciate things)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του smeller στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.