Τι σημαίνει το temizleme στο τουρκικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης temizleme στο τουρκικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του temizleme στο τουρκικό.
Η λέξη temizleme στο τουρκικό σημαίνει καθαρισμού, καθάρισμα, καθαρισμός, καθαρισμός, αποτοξίνωση, σκούπισμα, τρίψιμο, σκούπισμα, σκούπα sweeper, εκχιονιστικό μηχάνημα, στεγνό καθάρισμα, μπατονέτα, κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτ, σκραμπ, ξεβοτάνισμα, ξεχορτάριασμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης temizleme
καθαρισμού(σε γενική) Χρησιμοποιώ κρέμα καθαρισμού και ένα κομμάτι βαμβάκι για να αφαιρώ το μακιγιάζ μου πριν ξαπλώσω στο κρεβάτι. |
καθάρισμα
Το καθάρισμα δεν είναι ίσως ευχάριστο, αλλά είναι αναγκαίο. |
καθαρισμός
|
καθαρισμός
Ο καθαρισμός και η ενυδάτωση είναι πολύ σημαντικά βήματα στην καθημερινή ρουτίνα για τη φροντίδα του δέρματος. |
αποτοξίνωση
Νομίζω πως η αποτοξίνωση του Στηβ πρέπει να έχει δουλέψει. Φαίνεται πολύ υγιής. |
σκούπισμα
Το πάτωμα στο μπάνιο είναι γεμάτο τρίχες. Ένα σκούπισμα θα το καθαρίσει. |
τρίψιμο
|
σκούπισμα
Στο τέλος της ημέρας έγινε πολύ καθάρισμα και σκούπισμα. |
σκούπα sweeper
|
εκχιονιστικό μηχάνημα
|
στεγνό καθάρισμα
Το στεγνό καθάρισμα είναι πολύ πιο οικονομικό απ' ότι ήταν παλιότερα. |
μπατονέτα
|
κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτ
|
σκραμπ(cilt) Η χρήση ενός σκραμπ είναι ο ηπιότερος τρόπος για να κάνει κανείς απολέπιση. |
ξεβοτάνισμα, ξεχορτάριασμα
|
Ας μάθουμε τουρκικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του temizleme στο τουρκικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο τουρκικό.
Ενημερωμένες λέξεις του τουρκικό
Γνωρίζετε για το τουρκικό
Η τουρκική είναι μια γλώσσα που ομιλείται από 65-73 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, καθιστώντας την την πιο συχνά ομιλούμενη γλώσσα στην οικογένεια των Τούρκων. Αυτοί οι ομιλητές ζουν κυρίως στην Τουρκία, με μικρότερο αριθμό στην Κύπρο, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα και αλλού στην Ανατολική Ευρώπη. Τα τουρκικά μιλούν επίσης πολλοί μετανάστες στη Δυτική Ευρώπη, ειδικά στη Γερμανία.