Τι σημαίνει το tobe στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tobe στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tobe στο Αγγλικά.
Η λέξη tobe στο Αγγλικά σημαίνει μελλοντικός, φαίνομαι, δείχνω, φαίνομαι, όπως θα έπρεπε να είναι, σε μία ιδανική περίπτωση, σε ένα ιδανικό σενάριο, αντιμετωπίζω κπ αυστηρά για το καλό του, λέγεται ότι είμαι, αρραβωνιαστικιά, μέλλουσα νύφη, παύω να υπάρχω, παύω να είμαι, ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, διατείνομαι ότι είμαι κτ, γίνομαι, συμβαίνω, θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι, θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ, συνεχίζω να υπάρχω, είμαι τόσο καλός όσο λένε, αυτοανακηρύσσομαι, αυτοαποκαλούμαι, δηλώνω εναντίον, θεωρώ, υπολογίζω, εκτιμώ, που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφιστα, ευχάριστος στην παρέα, λες να, μέλλων σύζυγος, μελλοντικός σύζυγος, γαμπρός, έχω στο μυαλό μου, έχω πολλές ελλείψεις, μοιάζω, δείχνω, φαίνομαι, κάνω κπ/κτ να φαίνεται ως κτ, γραφτός, μέλλουσα μητέρα, αξέχαστος, αναξιόπιστος, αφερέγγυος, απίστευτος, εκπληκτικός, μη συγκρίσιμος, άσχετος, απίθανος, σπάνιος, δεν θα πρέπει να συγχέεται με κπ/κτ, αναξιόπιστος, αφερέγγυος, προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτ, αποδεικνύομαι, ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, θα δείξει, θα δούμε, θεωρούμαι, φαίνομαι, δείχνω, αποδεικνύομαι, σπουδάζω για να γίνω κτ, υποτίθεται, θεωρείται ότι είμαι, πρόκειται να, θεωρούμαι, προς επιβεβαίωση, συνεχίζεται, αναμενόμενος, στην πραγματικότητα, υπολογίσιμος, σίγουρα, βέβαια, φυσικά, πολύ καλός για να είναι αληθινός, αποδεικνύομαι ότι, γίνομαι, συνήθιζα να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tobe
μελλοντικόςadjective (as suffix (future) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The induction day allowed the teacher to meet her students-to-be. |
φαίνομαι, δείχνωverbal expression (seem, look) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Ken appears to be very dedicated to his family. Ο Κεν φαίνεται (or: δείχνει) ότι είναι πολύ αφοσιωμένος στην οικογένειά του. |
φαίνομαιverbal expression ([sth]: seem) (να κάνω κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The rain appears to be easing off. Η βροχή φαίνεται να σταματά. |
όπως θα έπρεπε να είναιadjective (correct, proper) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She completed her inspection and found that everything was as it ought to be. |
σε μία ιδανική περίπτωση, σε ένα ιδανικό σενάριοadverb (in an ideal state) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Her speech gave us a vision of the world as it ought to be. |
αντιμετωπίζω κπ αυστηρά για το καλό τουverbal expression (act harshly in order to help [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sometimes you have to be cruel to be kind when teaching children how to behave properly. |
λέγεται ότι είμαιtransitive verb (be described as) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) It´s said to be a very good restaurant. Λένε ότι είναι πολύ καλό εστιατόριο |
αρραβωνιαστικιάnoun (woman: fiancée) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I fell in love with my beautiful bride-to-be the moment I first saw her smile. |
μέλλουσα νύφηnoun (engaged woman) The bride-to-be secretly spent half of her work day making wedding plans. |
παύω να υπάρχωverbal expression (die, end) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sam's search for spiritual truth began because he couldn't bear the thought that when he died he would simply cease to be. |
παύω να είμαιverbal expression (stop being) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm sorry to tell you that your conversation has ceased to be of interest to me. |
ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, διατείνομαι ότι είμαι κτverbal expression (say that one is) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You claim to be a musician, but is this the truth? The young man claimed to be her long-lost son. Ισχυρίζεσαι (or: Διατείνεσαι) πως είσαι μουσικός, αλλά είναι αλήθεια αυτό; |
γίνομαιverbal expression (come into existence) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συμβαίνωverbal expression (arise, happen) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναιverbal expression (with a noun: judge as [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I consider my actions that day to be a mistake. Many consider Mozart's "Requiem" to be his masterpiece. Θεωρώ ότι οι πράξεις μου εκείνη τη μέρα ήταν λανθασμένες. |
θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτverbal expression (with an adjective: judge) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Many people today consider corporal punishment to be wrong. Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι η σωματική ποινή είναι λάθος. |
συνεχίζω να υπάρχωverbal expression (go on living, keep existing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Even after we're dead, our love will continue to be. Ακόμη και μετά το θάνατό μας, η αγάπη μας θα συνεχίσει να υπάρχει. |
είμαι τόσο καλός όσο λένεverbal expression (be as good as claimed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) That film's not all it's cracked up to be; I didn't enjoy it at all! |
αυτοανακηρύσσομαιverbal expression (announce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I hereby declare myself to be a candidate in the forthcoming elections. Με το παρόν αυτοανακηρύσσομαι υποψήφιος για τις προσεχείς εκλογές. |
αυτοαποκαλούμαιverbal expression (claim identity) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He declared himself to be the long-lost son of the deceased, returned to claim his inheritance. Δήλωσε ότι είναι ο από καιρό χαμένος γιος του αποθανόντος, που επέστρεψε για να διεκδικήσει την κληρονομιά του. |
δηλώνω εναντίονverbal expression (state yourself to be for, against [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The minister declared himself to be against the introduction of the euro to Britain. |
θεωρώverbal expression (formal (view as being) (ότι κπ/κτ είναι κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The panel deemed Patricia to be suitable for the job and hired her. Η επιτροπή θεώρησε (or: έκρινε) την Πατρίτσια κατάλληλη για τη δουλειά και την προσέλαβε. |
υπολογίζω, εκτιμώverbal expression (judge, assess) (ότι κάτι είναι κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marco estimated his chance of winning to be 30%. Ο Μάρκο υπολόγισε ότι η πιθανότητα να κερδίσει είναι 30%. |
που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφισταnoun ([sth/sb] powerful) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When Angela gets angry, she is a force to be reckoned with. |
ευχάριστος στην παρέαadjective (informal (enjoyable company) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He's fun to be with and a really good friend, but I don't want to marry him. |
λες ναexpression (by chance) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Would that happen to be the book I've been searching for? Λες να είναι αυτό το βιβλίο που έψαχνα; |
μέλλων σύζυγος, μελλοντικός σύζυγοςnoun (man: fiancé) Joan refuses to move in with her husband-to-be until they are married. |
γαμπρόςnoun (man who is to be married) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
έχω στο μυαλό μουtransitive verb (perceive) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I know her as a woman of integrity. Την έχω για ακέραιη προσωπικότητα. |
έχω πολλές ελλείψειςverbal expression (be inadequate) (κάτι λείπει) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Your table manners leave much to be desired. The house was cute on the outside, but inside left much to be desired. |
μοιάζω, δείχνω, φαίνομαιverbal expression (appear) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) That couch looks to be about 50 years old. |
κάνω κπ/κτ να φαίνεται ως κτverbal expression (represent as) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The press are making him out to be the greatest singer since Elvis, but he's not that good. Ο τύπος τον παρουσιάζει ως τον καλύτερο τραγουδιστή απ' την εποχή του Έλβις, αλλά δεν είναι και τόσο καλός. |
γραφτόςadjective (predestined) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I don't know how it happened, but I guess it was meant to be. |
μέλλουσα μητέραnoun (pregnant woman) |
αξέχαστοςadjective (memorable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The photo of Neil Armstrong on the moon is an image never to be forgotten. |
αναξιόπιστος, αφερέγγυοςadjective (untrustworthy, not credible) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Do not trust that man, anything he says is not to be believed. |
απίστευτος, εκπληκτικόςadjective (amazing) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That chef's desserts are not to be believed. |
μη συγκρίσιμος, άσχετοςadjective (very different) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Kate Bush's singing style is not to be compared to that of Stevie Nicks. |
απίθανος, σπάνιοςexpression (unlikely) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gifts from them are not to be expected. Τα δώρα από αυτούς είναι σπάνια. |
δεν θα πρέπει να συγχέεται με κπ/κτexpression (as distinct from [sth] else) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναξιόπιστος, αφερέγγυοςadjective (dishonest, unreliable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Certain politicians are not to be trusted. |
προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτverbal expression (playact, imagine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She pretended to be a princess. |
αποδεικνύομαιverbal expression (turn out to be) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The detective's hunch proved to be right. |
ισχυρίζομαι ότι είμαι κτverbal expression (claim to be) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The novel purports to be the autobiography of a 100-year-old man. |
θα δείξει, θα δούμεexpression (cannot be known yet) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The truth of the matter remains to be seen. |
θεωρούμαιexpression (alleged) (ότι είμαι κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He is reputed to be the world's richest man. |
φαίνομαι, δείχνωverbal expression (appear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The pipes seem to be in good repair. The patient seemed to be in good health, with a healthy glow in his cheeks. Οι σωλήνες φαίνονται (or: δείχνουν) να είναι επισκευασμένοι σωστά. Ο ασθενής φαινόταν να είναι καλά στην υγεία του και είχε μια υγιή λάμψη στα μάγουλα. |
αποδεικνύομαιverbal expression (demonstrate that you are) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He showed himself to be an astute politician. Αποδείχθηκε διορατικός πολιτικός. |
σπουδάζω για να γίνω κτverbal expression (become educated to qualify as) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He spent 3 years abroad, presumably studying to be an architect. Πέρασε 3 χρόνια στο εξωτερικό, δήθεν σπουδάζοντας αρχιτεκτονική. |
υποτίθεταιverbal expression (be rumored) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) This coffee is supposed to be the best, but I don't taste any difference from the cheaper brand. Αυτός ο καφές υποτίθεται ότι είναι ο καλύτερος, αλλά δε νιώθω καμία διαφορά από την φθηνότερη μάρκα. |
θεωρείται ότι είμαιverbal expression (US (be thought, suspected) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He's supposed to be the author of all those blackmail notes. Υποτίθεται ότι είναι ο υπεύθυνος για όλα αυτά τα εκβιαστικά σημειώματα. |
πρόκειται ναverbal expression (be planning, scheduled) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The Rolling Stones are supposed to be coming to Vancouver this coming April. The party was supposed to start at 8 but no one showed up until 10. Οι Rolling Stones είναι να παίξουν στο Βανκούβερ τον ερχόμενο Απρίλιο. |
θεωρούμαιadjective (believed or considered to be [sth]) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) He was thought to be a good student, until he was caught with drugs. |
προς επιβεβαίωσηadjective (not yet officially decided) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
συνεχίζεταιexpression (more will come later) (σε τρίτο ενικό πρόσωπο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) At the end of the TV show episode, the words "To be continued" appeared at the bottom of the screen. |
αναμενόμενοςexpression (what should, usually happens) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
στην πραγματικότηταadverb (informal (in truth) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) To be honest, I knew the test would be difficult. |
υπολογίσιμοςexpression (powerful, impressive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This young woman is proving herself to be an athlete to be reckoned with. |
σίγουρα, βέβαια, φυσικάadverb (certainly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πολύ καλός για να είναι αληθινόςexpression (so good it does not seem possible) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποδεικνύομαι ότιverbal expression (be discovered to be) The man convicted of the crime turned out to be innocent. |
γίνομαιverbal expression (become) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Your son has turned out to be a hardworking young man; you must be proud of him. |
συνήθιζα να κάνω κτverbal expression (did, was habitually) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I used to go to the local church when I was young. I used to be very shy. Συνήθιζα να πηγαίνω στην εκκλησία της γειτονιάς όταν ήμουν νέος. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tobe στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tobe
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.