Τι σημαίνει το ублюдок στο Ρώσος;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ублюдок στο Ρώσος; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ублюдок στο Ρώσος.
Η λέξη ублюдок στο Ρώσος σημαίνει μπάσταρδος, μπάσταρδο, εξώγαμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ублюдок
μπάσταρδοςnounmasculine Или того несчастного ублюдка что добыл тот камень. Ή ο μπάσταρδος που έβγαλε την πέτρα από το χώμα. |
μπάσταρδοnounneuter Ты должен быть за меня, а ведешь себя, как ублюдок. Έπρεπε να είσαι με το μέρος μου, αλλά μου φέρεσαι σαν μπάσταρδο. |
εξώγαμοnounneuter |
Δείτε περισσότερα παραδείγματα
ублюдок стрелял в одного из наших. Ο γαμιόλης πυροβόλησε μια δική μας. |
Английский ублюдок! Βρετανέ μπάσταρδε! |
Злой ублюдок, которому просто хочется испортить другому человеку жизнь. Σατανικό καθίκι, που απλά θέλει να χαλάει την ευτυχία των άλλων. |
Наш хозяин такой жуликоватый ублюдок. Ο Ιδιοκτήτης μας ειναι ενα πολύ πονηρό κάθαρμα. |
Крадешь у нас, ублюдок? Μας κλέβεις, καριόλη; |
Ублюдок. Καθίκι. |
Сукин сын, ублюдок! Καριόλη, μπάσταρδε. |
Не дай мне обратиться, ублюдок! Μην με αφήσεις να αλλάξω, καθίκι! |
Этот ублюдок не отстаёт. Ο γαμιόλης μ'έχει πάρει στο κατόπι. |
Ублюдок! Μαλάκα! |
Мелкий ублюдок. Μπάσταρδε; |
Этот ублюдок со сладкими речами, внештатный дизайнер воздушных змеев. Σ'αυτόν τον μαλαγάνα σχεδιαστή χαρταετών με δελτίο παροχής! |
Нет, ублюдок ушел. Οχι, ξεφυγε ο μπασταρδος. |
Этот ублюдок был у меня на мушке Τον σημάδευα, το ξέρω |
Так же это прикрытие для огромного бизнеса, которым управляет Амансио Мальвадо, который, кстати говоря, тот еще ублюдок. Επίσης βιτρίνα για μια μεγάλη, παλιά συμμορία του Αμάντσιο Μαλβάντο, που, ελλείψει καλύτερης λέξης, είναι ο στόχος. |
Стоять, ублюдок! Ακίνητος, καριόλη! |
Какой-то ублюдок похитил нашу Энни и хочет миллион. Ένα μπαστάρδι απήγαγε την'ννι μας και ζητά ένα εκατομμύριο λίρες. |
Вот упрямый ублюдок! Ξεροκέφαλο πλάσμα! |
Ублюдок! Άντε πηδήξου! |
Ты не заберешь его, тупой ублюдок. Δεν καταλαβαίνεις, ηλίθιε καριόλη; |
Какая шляпка, тупой ублюдок. Ωραίο καπέλο, ηλίθιε γαμιόλη. |
Насиловать и убивать невинных женщин и детей, ублюдок? Να βιάζω και να σκοτώνω αθώα γυναικόπαιδα, αρρωστημένο κάθαρμα? |
" Как вы могли допустить, что бы такой ублюдок увёл вашу сестру? " " Πώς αφήνεις αυτό τον άντρα να τριγυρνά και την αδερφή σου να το σκάει μαζί του; " |
Ни один ублюдок не приходит домой, когда работает за 8, 25 долларов в час, испытывая при этом гордость. Κανείς μπάσταρδος που επιστρέφει σπίτι με $ 8.25 δεν νιώθει περήφανος. |
Ты больной ублюдок. Είστε ένα άρρωστο κάθαρμα. |
Ας μάθουμε Ρώσος
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ублюдок στο Ρώσος, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ρώσος.
Ενημερωμένες λέξεις του Ρώσος
Γνωρίζετε για το Ρώσος
Τα Ρωσικά είναι μια ανατολικοσλαβική γλώσσα εγγενής στους Ρώσους της Ανατολικής Ευρώπης. Είναι επίσημη γλώσσα στη Ρωσία, τη Λευκορωσία, το Καζακστάν, το Κιργιστάν, καθώς και ευρέως ομιλούμενη σε όλες τις χώρες της Βαλτικής, τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Τα Ρωσικά έχουν λέξεις παρόμοιες με τα σερβικά, τα βουλγαρικά, τα λευκορωσικά, τα σλοβακικά, τα πολωνικά και άλλες γλώσσες που προέρχονται από τον σλαβικό κλάδο της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Τα Ρωσικά είναι η μεγαλύτερη μητρική γλώσσα στην Ευρώπη και η πιο κοινή γεωγραφική γλώσσα στην Ευρασία. Είναι η πιο ευρέως ομιλούμενη σλαβική γλώσσα, με συνολικά περισσότερους από 258 εκατομμύρια ομιλητές παγκοσμίως. Τα Ρωσικά είναι η έβδομη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο σε αριθμό φυσικών ομιλητών και η όγδοη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο από το σύνολο των ομιλητών. Αυτή η γλώσσα είναι μία από τις έξι επίσημες γλώσσες των Ηνωμένων Εθνών. Τα Ρωσικά είναι επίσης η δεύτερη πιο δημοφιλής γλώσσα στο Διαδίκτυο, μετά τα Αγγλικά.