Τι σημαίνει το un coup de στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης un coup de στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του un coup de στο Γαλλικά.
Η λέξη un coup de στο Γαλλικά σημαίνει κορνάρω, τηλεφωνώ σε κπ, σκουπίζω, κορνάρω, μαχαιρώνω, σκουντώ, κάνω κτ πιο όμορφο, τηλεφωνώ, ανανεώνω, χτενίζω, καρφώνω με τα κέρατα, βοηθάω, βοηθώ, που έχει καεί από τον ήλιο, περιποιημένος, είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου, ενστικτωδώς, παρορμητικά, αυθόρμητα, προδότης, προδότρια, παρορμητική αγορά, ξεσκόνισμα, αναδρομή στο παρελθόν, αυθόρμητος, κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω ένα τηλέφωνο, ερωτεύομαι κεραυνοβόλα, δίνω ώθηση, βοηθώ, συμπαραστέκομαι, συντρέχω, δίνω ένα χέρι, δίνω ένα χεράκι, μαχαιρώνω πισώπλατα, ρίχνω μία μπουνιά, πίνω κάτι παραπάνω, βάζω ένα χέρι, βάζω ένα χεράκι, είμαι μεθυσμένος, είμαι πιωμένος, χτυπάω τηλέφωνο σε κπ, σπρώχνω κπ για να κάνει στην άκρη, είμαι τυχερός, συμμετέχω, βοηθάω, συνεισφέρω, βοηθώ, κλωτσάω, χτυπάω, χτυπώ, απιστώ, ρίχνω, τηλεφωνώ, ξεσκονίζω, τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημα, αναβαθμίζω, αυθόρμητα, μαχαιρώνω πισώπλατα, τηλεφωνώ σε κπ, μαχαιρώνω κπ σε κτ, είμαι μεθυσμένος, είμαι πιωμένος, κάνω μια καλή πράξη για κπ, με πιάνει παραλήρημα, σκουπίζω, τηλεφωνώ, αγγίζω με το πόδι, σκουντάω με το πόδι, ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ, χτυπώ κπ/κτ με το κεφάλι, χαστουκίζω, μεγάλη μεταρρύθμιση, ρίχνω γονατιά σε κπ/κτ, κλωτσάω, κλωτσώ, σφαλιαρίζω, σκουντάω, σκουντώ, μαχαιρώνω, σπρώχνω, σκουντάω, σκουντώ, κλωτσάω, κλοτσάω, χτυπάω κπ σε κτ, καθαρίζω, τρίβω, δείχνω την ηλικία, προδίδω την ηλικία, χέρι, χεράκι, μαχαιριά, τηλέφωνο, τηλεφώνημα, τηλέφωνο, στέκομαι τυχερός, καίγομαι, επιτίθεμαι με κοντάρι, περνάω γρήγορα, παίρνω, καλώ, χτυπάω κπ/κτ με κτ, πιέζω κπ/κτ με κτ, κουτουλάω, κουτουλώ, σκουντάω, σκουντώ, ρίχνω κουτουλιά σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης un coup de
κορνάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Klaxonne s'il n'avance pas. |
τηλεφωνώ σε κπ
|
σκουπίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Robert a nettoyé et balayé avant d'aller se coucher. Ο Ρόμπερτ καθάρισε και σκούπισε πριν πάει για ύπνο. |
κορνάρω(οχήματα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qui est cette personne qui klaxonne derrière moi ? |
μαχαιρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agresseur a poignardé sa victime (or: a donné un coup de couteau à sa victime) lorsqu'elle a refusé de lui donner son sac. Ο ληστής μαχαίρωσε το θύμα του όταν εκείνη αρνήθηκε να του δώσει την τσάντα της. |
σκουντώ(ανάλογα με την περίπτωση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κτ πιο όμορφο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τηλεφωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que tu vas passer ou est-ce que tu vas juste téléphoner ? Θα έρθεις από εδώ ή απλά θα πάρεις τηλέφωνο; |
ανανεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le nouveau gérant a redynamisé la société. |
χτενίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après une journée à la mer, j'ai du mal à peigner mes cheveux. Μετά από μια μέρα στην παραλία, είναι δύσκολο να χτενίσω τα μαλλιά μου. |
καρφώνω με τα κέρατα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le taureau encorna le toréador. |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous demandons à tous ceux qui le peuvent de bien vouloir aider. Ζητάμε να επικουρήσουν όλοι όσοι μπορούν. |
που έχει καεί από τον ήλιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιποιημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'aime bien le style élégant de Simon ; ce pantalon est beaucoup plus chic que le jeans qu'il porte d'habitude. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι καινούριες κουρτίνες έκαναν το δωμάτιο να δείχνει περιποιημένο. |
είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου(familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ενστικτωδώς, παρορμητικάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ne faites pas d'achats importants sans réfléchir. |
αυθόρμηταlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous avons décidé d'aller à Las Vegas sur un coup de tête. Μας τη βάρεσε και πήγαμε στο Λας Βέγκας. |
προδότης, προδότρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
παρορμητική αγορά
Les friandises sont souvent placées à côté des caisses car ce sont des achats impulsifs. |
ξεσκόνισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Παρόλο που τα έπιπλα δεν ήταν παλιά, σίγουρα χρειάζονταν ένα καλό ξεσκόνισμα. |
αναδρομή στο παρελθόν
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αυθόρμητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leanne et Steve n'avaient pas prévu de se marier ce jour-là : ça s'est fait sur un coup de tête. |
κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω ένα τηλέφωνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous pouvez attendre cinq minutes le temps que je passe un coup de téléphone ? |
ερωτεύομαι κεραυνοβόλαlocution verbale Dès que je l'ai vu sur la piste de danse, j'ai eu le coup de foudre pour lui. |
δίνω ώθηση(figuré) (μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
βοηθώ, συμπαραστέκομαι, συντρέχω(assez familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu devrais donner un coup de main à ceux dans le besoin. |
δίνω ένα χέρι, δίνω ένα χεράκιlocution verbale (un peu familier) (σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'avais besoin d'aide pour porter l'armoire et mon voisin m'a donné un coup de main. Χρειαζόμουν βοήθεια για να μεταφέρω την ντουλάπα και ο γείτονας με βοήθησε. |
μαχαιρώνω πισώπλατα(κυριολεκτικά) Il y a eu une bagarre devant le bar et un homme s'est fait poignarder dans le dos. |
ρίχνω μία μπουνιάlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après s'être fait insulter par Bob, Paul lui a donné un coup de poing. |
πίνω κάτι παραπάνω(familier) (αλκοόλ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le barman ne lui a pas rendu ses clés de voiture parce qu'elle avait bu un coup de trop. |
βάζω ένα χέρι, βάζω ένα χεράκιlocution verbale (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu pouvais me donner un coup de main pour mon déménagement à la fin du mois, j'en serais reconnaissant. |
είμαι μεθυσμένος, είμαι πιωμένος(familier) Oh la la ! Audrey a encore bu un coup de trop ! |
χτυπάω τηλέφωνο σε κπlocution verbale (familier) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σπρώχνω κπ για να κάνει στην άκρηlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Une vieille femme a bousculé Dan d'un coup de coude alors qu'il essayait de monter dans le bus. |
είμαι τυχερός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
συμμετέχω, βοηθάω, συνεισφέρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tout le monde a donné un coup de main pour préparer le repas. Όλοι βοήθησαν να ετοιμαστεί το φαγητό. |
βοηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a dit qu'il me donnerait un coup de main pour le déménagement des meubles mais en fait, il n'est jamais venu. Είπε πως θα βοηθούσε στη μετακίνηση των επίπλων, αλλά τελικά δεν εμφανίστηκε ποτέ. |
κλωτσάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le but est de frapper le ballon avec le pied et de l'envoyer dans le filet. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λάκτισε την μπάλα εκτός αγωνιστικού χώρου. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) S'il s'approche de toi, donne-lui un coup de poing ! Αν έρθει προς το μέρος σου, χτύπα τον. |
απιστώ(είμαι ερωτικά άπιστος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Marisa a divorcé de son mari parce qu'il avait commis un adultère. |
ρίχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Liam a renversé un pot de fleurs avec son pied sans faire exprès. |
τηλεφωνώ(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Passons-lui un coup de fil pour connaître les plans. Ας της τηλεφωνήσουμε για να ελέγξουμε τα σχέδια. |
ξεσκονίζωlocution verbale (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Donne juste un coup de chiffon à la voiture : nous n'avons pas le temps de la laver. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Απλά ξεσκόνισε το αμάξι, δεν έχουμε χρόνο να το πλύνουμε. |
τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημαlocution verbale (familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais passer un coup de fil aux renseignements pour avoir le numéro du cinéma. Θα τηλεφωνήσω στις πληροφορίες καταλόγου, για να πάρω τον αριθμό του κινηματογράφου. |
αναβαθμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αυθόρμηταadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je me suis acheté trois paires de chaussures sur un coup de tête. Sur un coup de tête, il a acheté des chocolats. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εντελώς αυθόρμητα μου ήρθε να τραγουδήσω μέσα στον κόσμο! |
μαχαιρώνω πισώπλατα(figuré : trahir) (μεταφορικά) |
τηλεφωνώ σε κπ
Attendez une minute, je dois juste passer un coup de téléphone à mon supérieur. Περίμενε μια στιγμή. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον διευθυντή μου. |
μαχαιρώνω κπ σε κτ(dans le dos surtout) Ο νεαρός μαχαίρωσε το θύμα του στο πόδι. |
είμαι μεθυσμένος, είμαι πιωμένος(familier) |
κάνω μια καλή πράξη για κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με πιάνει παραλήρημα(μτφ: για κτ/κπ, σχετικά με κτ/κπ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Edmund a râlé contre ses collègues ; ces derniers lui tapaient vraiment sur les nerfs. Ο Έντμουντ γκρίνιαζε επί ώρα για τους συναδέλφους του, οι οποίοι του την έδιναν πραγματικά στα νεύρα τελευταία. |
σκουπίζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut vraiment que je passe un coup de balai avant que les invités arrivent ! |
τηλεφωνώ(σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle m'a téléphoné hier. Με πήρε χτες. |
αγγίζω με το πόδι, σκουντάω με το πόδι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le chat donnait des coups de patte à la souris, déçu qu'elle ne veuille plus jouer. Η γάτα άγγιζε με το πόδι της το ποντίκι, ενοχλημένη που δεν έπαιζε άλλο. |
ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il m'a donné un coup de poing dans les dents ! Όντας εξαγριωμένος, ο Μπεν γρονθοκόπησε τον Χάρυ. |
χτυπώ κπ/κτ με το κεφάλι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαστουκίζω(με την παλάμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεγάλη μεταρρύθμιση(figuré) |
ρίχνω γονατιά σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Shaun a donné un coup de genou dans le punching-ball. Ο Σον έριξε γονατιά στον σάκο του μποξ. |
κλωτσάω, κλωτσώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Halley a tapé dans le ballon depuis le milieu de terrain. Ο Χάλεϊ κλώτσησε την μπάλα μέχρι τη μέση του γηπέδου. |
σφαλιαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle lui a donné un coup à la tête pour avoir été si grossier. |
σκουντάω, σκουντώ(ήπια με τον αγκώνα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen a remarqué que John s'endormait à la conférence et lui a donné un coup de coude. Η Κάρεν κατάλαβε ότι ο Τζον κόντευε να αποκοιμηθεί στη διάλεξη και έτσι τον σκούντηξε. |
μαχαιρώνω(επίθεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agresseur a donné trois coups de couteau à sa victime. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο δράστης μαχαίρωσε το θύμα του τρεις φορές έξω από την κάβα. |
σπρώχνω, σκουντάω, σκουντώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les gens dans la foule ont donné des coups de coude à Edward en tentant désespérément d'échapper au monstre. Οι άνθρωποι στο πλήθος έσπρωχναν τον Έντουαρτ μέσα στην απόγνωσή τους να απομακρυνθούν από το τέρας. |
κλωτσάω, κλοτσάωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χτυπάω κπ σε κτ
Essaie de ne pas mettre un coup de bâton dans l’œil de quelqu'un. Μη χτυπήσεις κανέναν στο μάτι με αυτό το ξύλο. |
καθαρίζω, τρίβωlocution verbale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marc a passé un coup de chiffon sur ses lunettes pour les nettoyer. Ο Μαρκ έτριψε με το πανί τα γυαλιά του για να τα καθαρίσει στα γρήγορα. |
δείχνω την ηλικία, προδίδω την ηλικία(με γενική: κάποιου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le fait qu'elle se souvienne de pubs des années 70 trahit son âge. |
χέρι, χεράκι(familier) (καθομ, μτφ: βοήθεια) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu veux que je te donne un coup de main pour porter cette caisse ? Να σου δώσω ένα χέρι (or: χεράκι) με αυτό το κουτί; |
μαχαιριά(μτφ: σε κτ ή από κτ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La conférencière a eu un petit accès de panique quand elle a vu combien de personnes étaient présentes dans la salle. |
τηλέφωνο, τηλεφώνημα(familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ton père vient de passer un coup de fil, il veut que tu le rappelles tout de suite. |
τηλέφωνο(familier) (μτφ, καθομ: κλήση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Juste un petit coup de fil pour t'informer que je suis bien rentré. |
στέκομαι τυχερόςlocution verbale |
καίγομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Attention ! Ne prends pas (or: N'attrape pas) de coups de soleil sur la plage ou tu ne pourras plus te baigner. |
επιτίθεμαι με κοντάριlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le chevalier éperonna son cheval et frappa son adversaire d'un coup de lance. |
περνάω γρήγορα
Rob a passé une main dans ses épais cheveux noirs. |
παίρνω, καλώ(familier : téléphoner à) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai passé un coup de fil à Fiona hier, mais elle ne m'a pas répondu. |
χτυπάω κπ/κτ με κτ, πιέζω κπ/κτ με κτ(avec un couteau, fourchette) Il planta son couteau dans sa viande pour voir si elle était bien rouge. |
κουτουλάω, κουτουλώ(personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκουντάω, σκουντώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il m'a donné un coup de coude en souriant, histoire de dire qu'il savait ce que j'avais fait. |
ρίχνω κουτουλιά σε κπ(très familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le type a foutu un coup de boule à James et s'est enfui, le laissant à terre avec la tête en sang. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του un coup de στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του un coup de
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.