What does προστάτης οικογενείας in Greek mean?

What is the meaning of the word προστάτης οικογενείας in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use προστάτης οικογενείας in Greek.

The word προστάτης οικογενείας in Greek means family, οικογένεια, συγγενής, συγγένεια, σόι, συγγενολόι, οικογένεια, οικογένεια, σπίτι, σόι, οικογένεια, παρελθόν, οι δικοί μου, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, γενιά, οικογένεια, παιδιά, ανασυγκροτημένη οικογένεια, αποζημίωση που καταβάλλει ο δολοφόνος στην οικογένεια του θύματος, στηρίζω την οικογένεια, βία στην οικογένεια, οικογενειακή βία, οικογενειακού μεγέθους, οικογενειακές εντάσεις, χρόνος με την οικογένεια, οικογενειακός, ανάδοχη οικογένεια, ανάδοχη οικογένεια, θετή οικογένεια, το να ζω με ανάδοχη οικογένεια, αριστοκρατικής καταγωγής, οικογένεια που φιλοξενεί, μεγάλη οικογένεια, ζεστό σπίτι, οι βασιλείς, οι μονάρχες, οικογένεια των Σολανίδων, αριστοκρατική οικογένεια, πυρηνική οικογένεια, πλούσια οικογένεια, κάνω οικογένεια, οι βασιλιάδες, βασιλική οικογένεια, οι γαλαζοαίματοι, μονοκατοικία, θετή οικογένεια, θεατρική οικογένεια, αποζημίωση στην οικογένεια ενός θύματος από τον δολοφόνο. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word προστάτης οικογενείας

family

οικογένεια

(parents and children)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δουλεύει σκληρά, για να θρέψει τη φαμίλια του.
She grew up in a happy family. Brian's family are not wealthy, but they live comfortably.

συγγενής

(invariable (relative, family member)

Όλοι οι συγγενείς της Έιπριλ ήρθαν στην κηδεία της.
All of April's kin came to her funeral.

συγγένεια

(family)

Ο Πήτερ ένιωθε πως η οικογένεια ήταν πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο και πάντα βοηθούσε με χαρά τους συγγενείς του.
Peter felt that kinship was more important than anything, and was always happy to help family.

σόι, συγγενολόι

(US, informal (family, relatives) (καθομιλουμένη)

οικογένεια

(relatives)

Βλέπω το σόϊ μου μόνο τα Χριστούγεννα.
I only see my extended family at Christmas time.

οικογένεια

(anthropology: family, relatives)

σπίτι

(household) (μτφ: ένοικοι)

Ολόκληρη η οικογένεια θρηνούσε για τον κύριο Σόντερς.
The whole house was in mourning for Mr. Saunders.

σόι

(figurative (family, group of relatives)

Carter's clan is made up of friendly, funny types.

οικογένεια

(family, kindred)

παρελθόν

(upbringing)

Προέρχεται από πολύ φτωχή οικογένεια.
She comes from a very poor background.

οι δικοί μου

(informal (family) (καθομιλουμένη)

Ο Πωλ ήταν πολύ διαφορετικός από την οικογένειά του.
Paul was very different from his folks back home.

οικογένεια

(clan, extended)

He's always defending his family's name.

οικογένεια

(class, group) (μεταφορικά)

Techno and hip-hop belong to the same family of music.

οικογένεια

(sb's children)

Αυτό το ζευγάρι σχεδιάζει να κάνει πολλά παιδιά.
That couple is planning a large family.

οικογένεια

(lineage)

New: Είναι από σόι και νομίζει πως είναι ανώτερη από τους άλλους.
She comes from a noble, ancient family.

οικογένεια

(biology: subdivision)

Οι τίγρεις ανήκουν στην οικογένεια των αιλουροειδών.
Tigers are part of the cat, or felidae, family.

οικογένεια

(linguistics: category)

Τα Βασκικά δεν ανήκουν στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.
Basque is not part of the Indo-European family of languages.

γενιά, οικογένεια

(beings with common ancestry)

Αυτός ο βασιλικός οίκος χρονολογείται από τον 14ο αιώνα.
This line of kings dates back to the fourteenth century.

παιδιά

(figurative (children)

Η Μόλυ έχει ολόκληρο λόχο αλλά δε δείχνει να θυμώνει ποτέ με κανένα από τα παιδιά της.
Molly has quite a large brood, but she never seems angry at any of her children.

ανασυγκροτημένη οικογένεια

(family composition)

αποζημίωση που καταβάλλει ο δολοφόνος στην οικογένεια του θύματος

(payment to murder victim's kin)

στηρίζω την οικογένεια

(figurative, informal (support family)

Dean was glad to graduate so he could finally help bring home the bacon.

βία στην οικογένεια, οικογενειακή βία

(physical abuse in the home)

οικογενειακού μεγέθους

(large enough for several people)

οικογενειακές εντάσεις

(hostility within a family)

My mother disinherited my older brother and that has caused family tension.

χρόνος με την οικογένεια

(US (time spent with family)

οικογενειακός

(large enough for several people)

ανάδοχη οικογένεια

(short-term adoption)

Most children who grow up in foster care are shuffled from one family to the next.

ανάδοχη οικογένεια

(family who adopt a child temporarily)

Lorraine was brought up by her foster family.

θετή οικογένεια

(child's temporary home)

Before being adopted she spent three years in a foster home.

το να ζω με ανάδοχη οικογένεια

(being a foster child)

During his fosterage, William lived with ten different families.

αριστοκρατικής καταγωγής

(born into the aristocracy) (προσδιορισμός)

οικογένεια που φιλοξενεί

(family one lodges with)

Η οικογένεια που με φιλοξενεί με έκανε να νιώσω ευπρόσδεκτος. Ήμασταν η οικογένεια που φιλοξενούσε ένα μαθητή από το πρόγραμμα ανταλλαγής από τη Γερμανία.
My host family made me feel very welcome. We played host family to an exchange student from Germany.

μεγάλη οικογένεια

(family with many children)

As the oldest child in a very large family she never wanted kids of her own.

ζεστό σπίτι

(caring family) (μεταφορικά)

οι βασιλείς, οι μονάρχες

(royalty: kings and queens)

The monarchy have seen some rough times in recent years.

οικογένεια των Σολανίδων

(any solanaceae)

αριστοκρατική οικογένεια

(aristocratic background)

πυρηνική οικογένεια

(parents and children)

Πυρηνική οικογένεια είναι οι δύο γονείς και τα παιδιά τους.
A nuclear family means two parents and their children.

πλούσια οικογένεια

(family that has inherited wealth)

The Farquhars are old money; the family have been wealthy since the time of Henry VIII.

κάνω οικογένεια

(bring up children)

οι βασιλιάδες

(UK (royal family)

Η βασιλική οικογένεια δεν είναι συμπαθής σε όλους τους κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου.
The royals aren't popular with everyone in the UK.

βασιλική οικογένεια

(monarch and immediate relatives)

After marrying the prince, she was considered a member of the royal family.

οι γαλαζοαίματοι

(invariable (royal people) (μεταφορικά)

Εκείνοι οι άνθρωποι είναι γαλαζοαίματοι. Έχουν συγγένεια με τη βασίλισσα.
Those people are royalty; they are related to the Queen.

μονοκατοικία

(type of dwelling)

θετή οικογένεια

(family of parent's spouse)

θεατρική οικογένεια

(acting dynasty)

αποζημίωση στην οικογένεια ενός θύματος από τον δολοφόνο

(historical (paid to murder victim's kin)

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of προστάτης οικογενείας in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.