Τι σημαίνει το a posto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης a posto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του a posto στο Ιταλικό.

Η λέξη a posto στο Ιταλικό σημαίνει στη θέση του, καλός, σωστά, εντάξει, καλά, εντάξει, εντάξει, έντιμος, τίμιος, καλά, εντάξει, καλά, όπως θα έπρεπε να είναι η κατάσταση, στη θέση μου, υπό έλεγχο, εντάξει, καλά, εντάξει, καθάρισμα, συγύρισμα, διορθώνω, που έχει επισκευαστεί, που έχει επιδιορθωθεί, ισορροπώ, έτοιμος, καλά στα μυαλά μου, με καθαρή τη συνείδησή μου, κάτω τα χέρια, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, καλό παιδί, καθαρή συνείδηση, καλός άνθρωπος, καλός άνθρωπος, καλό παιδί, μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμος, φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός, τακτοποιώ τις εκκρεμότητες, ξαναβάζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, είμαι καλά, είμαι καλά, έχω ήσυχη τη συνείδηση μου, φτιάχνω, συμμαζεύω, επιστρέφω, σωστός, επιτρεπτός, προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων, αναρρώνω, βάζω κτ πίσω, επιστρέφω κτ χωρίς να με πάρουν χαμπάρι, στρώνω, φτιάχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης a posto

στη θέση του

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il pittore rimise a posto tutti i suoi materiali e iniziò un nuovo dipinto.
Ο καλλιτέχνης τοποθέτησε τα σύνεργα στη θέση τους και ξεκίνησε ένα νέο πίνακα.

καλός

locuzione aggettivale (informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σωστά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εντάξει, καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È tutto a posto con la costruzione.
Όλα είναι εντάξει με την κατασκευή.

εντάξει

(ανεπίσημο)

È una ragazza a posto, sebbene sua sorella sia molto più socievole.
Καλή είναι. Η αδερφή της όμως είναι πολύ πιο φιλική.

εντάξει

(informale) (ανεπίσημο)

Sì, è un ragazzo a posto. Puoi fidarti di lui.

έντιμος, τίμιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Allora, questo accordo è in buona fede?

καλά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non preoccuparti, mio padre rimetterà tutto a posto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν προσπαθήσεις περισσότερο, είμαι σίγουρη ότι θα το κάνεις σωστά την επόμενη φορά.

εντάξει, καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stavi male ieri. Stai bene oggi?
Ήσουν άρρωστος χτες. Είσαι εντάξει σήμερα;

όπως θα έπρεπε να είναι η κατάσταση

locuzione aggettivale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'autista dell'autobus verificò che tutto fosse a posto prima di accendere il motore.

στη θέση μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il ladro rimise il braccialetto al suo posto (or: rimise a posto il braccialetto).

υπό έλεγχο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'organizzatore della festa ha messo a punto tutti i dettagli della grande festa di compleanno.

εντάξει, καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stai bene? Hai fatto una brutta caduta.
Είσαι OK; Έπεσες άσχημα.

εντάξει

(ανεπίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stai bene? Sembri stressato oggi.
Είσαι εντάξει; Μου φαίνεσαι αγχωμένος σήμερα.

καθάρισμα, συγύρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'è troppo disordine in camera tua, è il momento di dare una bella ripulita.

διορθώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il quadro sul muro è storto, puoi sistemarlo?
Ο πίνακας στον τοίχο είναι στραβός. Σε παρακαλώ φτιάξ' τον.

που έχει επισκευαστεί, που έχει επιδιορθωθεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'auto danneggiata di Tom è stata riparata quando è tornato a casa per il suo compleanno.
Το χαλασμένο αυτοκίνητο του Τομ είχε επιδιορθωθεί όταν ήρθε σπίτι για τα γενέθλιά του.

ισορροπώ

(figurato: le cose, una situazione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έτοιμος

aggettivo (άτομα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Siamo pronti? Allora via!
Όλα έτοιμα; Πάμε λοιπόν!

καλά στα μυαλά μου

aggettivo (ανεπίσημο: είμαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È un tipo simpatico, ma non credo che sia del tutto a posto con la testa.

με καθαρή τη συνείδησή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi sono licenziato immediatamente e sono uscito dall'ufficio con la coscienza a posto.

κάτω τα χέρια

interiezione (informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ehi! Ho fatto solo quei panini - tieni le mani a posto! Tieni le mani a posto! Preparateli da solo!
Έι! Μόλις τα έφτιαξα αυτά τα ψωμάκια - κάτω τα χέρια! Κάτω τα χέρια! Φτιάξε δικό σου σάντουιτς.

είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος

interiezione

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vuoi ancora vino? No, a posto così

καλό παιδί

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Quel tipo sembra un bel ragazzo, perché non gli chiedi di uscire? Non lasciare che tutti si approfittino di te solo perché sei un bravo ragazzo.

καθαρή συνείδηση

sostantivo femminile (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ora che finalmente le ho restituito il favore mi sento la coscienza a posto.

καλός άνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il nuovo fidanzato di mia figlia sembra essere un bravo ragazzo.

καλός άνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Vivie è una brava persona, sempre disposta ad aiutare gli altri.

καλό παιδί

(μεταφορικά: για άντρες)

μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Devi riuscire a rimanere calmo se ti provocano.

φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η λύση της εξίσωσης φαίνεται σωστή αν και δεν χρησιμοποίησες τη μέθοδο που σας δίδαξα.

τακτοποιώ τις εκκρεμότητες

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξαναβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rimetti a posto il coperchio dopo averlo usato, per favore.
Παρακαλείσθε να επανατοποθετήσετε το καπάκι μετά τη χρήση.

τακτοποιώ, συμμαζεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι καλά

interiezione

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
No grazie, non ne voglio dell'altro. Sto bene così.
Είμαι καλά, ευχαριστώ! Έχω όλα όσα χρειάζομαι.

είμαι καλά

interiezione (δεν θέλω άλλο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Vuoi un altra fetta di pizza?" "No grazie, sono a posto così."
«Θα ήθελες ακόμη ένα κομμάτι πίτσα;»«Όχι, ευχαριστώ, είμαι καλά.»

έχω ήσυχη τη συνείδηση μου

(informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτιάχνω, συμμαζεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (για αντικείμενο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mia suocera verrà a cena così devo sistemare un po' la casa.

επιστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando hai finito di leggere il libro, per favore, rimettilo sullo scaffale.
Όταν τελειώσεις το βιβλίο επίστρεψέ το σε παρακαλώ στο ράφι.

σωστός, επιτρεπτός

verbo intransitivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pensi che vada bene indossare le infradito al lavoro?

προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων

(Η/Υ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il sistema informatico è così malmesso che passiamo la maggior parte del nostro tempo a risolvere problemi.
Το σύστημα του υπολογιστή είναι τόσο χάλια που αφιερώναμε τον περισσότερο χρόνο μας στην προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων.

αναρρώνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Richard ha dovuto aspettare che la sua gamba guarisse prima di ricominciare a fare sport.

βάζω κτ πίσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

Avevamo spostato i mobili ai lati della stanza per far spazio alla gente che voleva ballare durante la festa e il giorno dopo li abbiamo rimessi a posto.

επιστρέφω κτ χωρίς να με πάρουν χαμπάρι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopo aver letto il documento secreto lui lo ripose delicatamente nella cartella.

στρώνω, φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si è risistemata i capelli dopo essere scesa dalle montagne russe.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του a posto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.