Τι σημαίνει το abattre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης abattre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abattre στο Γαλλικά.
Η λέξη abattre στο Γαλλικά σημαίνει σφάζω, κόβω δέντρο, σκοτώνω πυροβολώντας, κατεδαφίζω, συντρίβω, καταρρίπτω αεροσκάφος, σφαγιάζω, σφάζω, ρίχνω τσεκουριά σε κπ, ρίχνω, σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω, πελεκώ, λαξεύω, σφαγιάζω, σκοτώνω, ρίχνω, καθαρίζω, τρώω, υλοτομώ, σφάζω, κόβω, σκοτώνω, πραγματοποιώ εκσκαφή με αναβαθμούς, πυροβολώ, υλοτομώ, κατεδαφίζω, αποθαρρύνω, αποσυναρμολογώ, πρυμνίζω, ρίχνω, ξεκάνω, αποτελειώνω, απογοητεύω, κυριεύω, λίστα υποψήφιων θυμάτων, καταδικασμένος, κάνω call, που προορίζεται για σφαγή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης abattre
σφάζωverbe transitif (un animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'employé de l'abattoir a abattu le bœuf. |
κόβω δέντρο(un arbre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les pionniers abattaient des arbres pour construire leurs maisons. Οι πιονέροι έκοβαν δέντρα για να χτίσουν τα σπίτια τους. |
σκοτώνω πυροβολώνταςverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La victime a été abattue à bout portant. |
κατεδαφίζω, συντρίβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταρρίπτω αεροσκάφοςverbe transitif (un avion) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous avons reçu l'ordre d'abattre l'avion militaire. |
σφαγιάζωverbe transitif (animaux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les gardes forestiers vont abattre le troupeau pour tenter d'enrayer l'épidémie. |
σφάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω τσεκουριά σε κπverbe transitif (avec une hache) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω(μεταφορικά: ψυχολογικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Αν συνεχίσεις να κατακρίνεις τον Μίχαελ, θα τον ρίξεις. |
σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πελεκώ, λαξεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les bûcherons ont abattu tous les conifères de cette zone. |
σφαγιάζω(figuré : une personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) D'après le journal, l'homme a abattu trois personnes. Η εφημερίδα ανέφερε ότι ο άνδρας έσφαξε τρία άτομα. |
σκοτώνω(un animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leur chien a été abattu par un tireur de la police. Το σκυλί τους σκοτώθηκε από έναν σκοπευτή της αστυνομίας. |
ρίχνωverbe transitif (une personne, avec un pistolet,...) (σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James a abattu quatre cibles d'affilée. La victime a été abattue par un tireur masqué. Ο Τζέιμς πυροβόλησε τον στόχο τέσσερις συνεχόμενες φορές. |
καθαρίζω, τρώω(tuer) (μεταφορικά, αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le tireur embusqué abattit quatre personnes en une journée. |
υλοτομώverbe transitif (un arbre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο ξυλοκόπος έκοψε αρκετά μεγάλα πεύκα. |
σφάζω(un animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne veux pas vivre à proximité d'un lieu où l'on tue des animaux. Δεν θέλω να μένω κοντά σε μέρος, όπου σφάζουν ζώα. |
κόβωverbe transitif (un arbre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est dommage qu'ils abattent ce vieil arbre. Είναι κρίμα που έκοψαν εκείνο το παλιό δέντρο. |
σκοτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tua la fourmi avant qu'elle ne le pique. /// Le meurtrier avait tué (or: assassiné) trois personnes. Σκότωσε το μυρμήγκι πριν τον τσιμπήσει. Ο δολοφόνος είχε σκοτώσει τρεις ανθρώπους. |
πραγματοποιώ εκσκαφή με αναβαθμούς(du minerai,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πυροβολώ(familier : tuer) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le tireur a descendu sa victime à bout portant. Ο ένοπλος πυροβόλησε το θύμα από μικρή απόσταση. |
υλοτομώ(une forêt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La société envisage d'exploiter cette forêt. Η εταιρεία σκοπεύει να υλοτομήσει το συγκεκριμένο δάσος. |
κατεδαφίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après avoir été vide pendant des années, le bâtiment qui s'écroulait a été démoli. |
αποθαρρύνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποσυναρμολογώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πρυμνίζω(Nautique) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρίχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un vent fort avait renversé plusieurs pots de fleur. Ένας δυνατός άνεμος αναποδογύρισε αρκετές γλάστρες. |
ξεκάνω, αποτελειώνωverbe transitif (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le tueur à gages a abattu sa cible. Ο πληρωμένος δολοφόνος αποτελείωσε τον στόχο του. |
απογοητεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipe de hockey était abattue par sa défaite en demi-finale. |
κυριεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λίστα υποψήφιων θυμάτωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καταδικασμένοςlocution adjectivale (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ce pauvre animal malade n'est bon qu'à abattre. |
κάνω calllocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai demandé aux joueurs d'abattre leurs cartes et ils ont révélé leur jeu. |
που προορίζεται για σφαγήnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce mouton est un animal à abattre ; emmenons-le à l'abattoir. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abattre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του abattre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.