Τι σημαίνει το asignar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης asignar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του asignar στο ισπανικά.
Η λέξη asignar στο ισπανικά σημαίνει αναθέτω, διαθέτω, κατανέμω, διανέμω, εκχωρώ, διαθέτω, παρέχω, αποδίδω, επιρρίπτω, διαθέτω, αναθέτω κτ σε κπ, αποδίδω κτ σε κπ, ορίζω συγκεκριμένη χρήση, ορίζω συγκεκριμένο σκοπό, μεταθέτω, αναθέτω, αναθέτω, μοιράζω κτ σε κπ, αναθέτω, διαθέτω κτ σε κπ/κτ, κατανέμω, διανέμω, προαναθέτω, υπολογίζω την αξία, αναθέτω εργασία, αναθέτω δουλειά, εξουσιοδοτώ, προορίζω κτ για κπ, δίνω κωδικό όνομα, προορίζω κπ για κτ, διανέμω, βάζω, αποδίδω, αποδίδω κτ σε κπ, επιρρίπτω κτ σε κπ, εμπιστεύομαι κτ σε κπ, αναθέτω, προϋπολογίζω, προϋπολογίζω κτ για κτ, στριμώχνω, υποβιβάζω, τοποθετώ κπ σε κτ, εντάσσω κπ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης asignar
αναθέτω(formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La maestra de historia generalmente asigna un montón de tarea. Ο καθηγητής της ιστορίας συχνά αναθέτει απίστευτα πολλές εργασίες για το σπίτι. |
διαθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El Gobierno asignará 10 000 soldados al país asolado por la guerra. Η κυβέρνηση θα διαθέσει 10.000 στρατεύματα στην χώρα που πλήττεται από τον πόλεμο. |
κατανέμω, διανέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los voluntarios del campo de refugiados se dedicaban a asignar las raciones equitativamente. Οι εθελοντές στον προσφυγικό καταυλισμό μεριμνούσαν ώστε να κατανέμονται δίκαια οι μερίδες. |
εκχωρώ(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El nuevo procurador asignó el caso de corrupción policial a un investigador especial. |
διαθέτω, παρέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Asignemos 30 horas para este proyecto. |
αποδίδω, επιρρίπτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαθέτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La escuela debería asignar fondos para comprar ordenadores. Το σχολείο μας θα πρέπει να διαθέσει πόρους για την αγορά νέων υπολογιστών. |
αναθέτω κτ σε κπ
Le asignaron la clase de Literatura Avanzada por su calidad como profesora. Της ανέθεσαν να διδάξει το μάθημα της Λογοτεχνίας για Προχωρημένους λόγω των διδακτικών δεξιοτήτων της. |
αποδίδω κτ σε κπ(μια ιδιότητα) ¿Cómo puedes atribuirme tales intenciones sin ninguna prueba? Πως μπορείς να μου προσάπτεις (or: καταλογίζεις) τέτοια κίνητρα χωρίς αποδείξεις; |
ορίζω συγκεκριμένη χρήση, ορίζω συγκεκριμένο σκοπό(χρηματικά ποσά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su compañía lo envió a Richmond para abrir una nueva oficina. Η εταιρεία του τον μετέθεσε στο Ρίτσμοντ για να ανοίξει νέο γραφείο. |
αναθέτω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor les puso a sus alumnos varias tareas. |
αναθέτωlocución verbal (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El supervisor le asignó a su asistente la tarea de entrevistar a los postulantes. Η διευθύντρια ανέθεσε τις συνεντεύξεις των υποψηφίων για εργασία στη βοηθό της. |
μοιράζω κτ σε κπ
|
αναθέτω(formal) (σε κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Cheri le asignaron hornear galletitas para el almuerzo. Ανέθεσαν στην Τσέρι να φτιάξει μπισκότα για το γεύμα. |
διαθέτω κτ σε κπ/κτ
El comité asignará fondos al proyecto benéfico. Η επιτροπή θα διαθέσει πόρους στο φιλανθρωπικό πρόγραμμα. |
κατανέμω, διανέμω(κάτι σε κάποιους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El municipio asignó recursos a cinco nuevas organizaciones de beneficencia este año. Το δημοτικό συμβούλιο μοίρασε πόρους σε πέντε νέες φιλανθρωπικές ομάδες φέτος. |
προαναθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπολογίζω την αξία(με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le pedimos a la agencia inmobiliaria que le ponga precio a nuestra casa. |
αναθέτω εργασία, αναθέτω δουλειάlocución verbal Como era una nueva empleada le asigné una tarea sencilla. |
εξουσιοδοτώ(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προορίζω κτ για κπ
|
δίνω κωδικό όνομαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προορίζω κπ για κτ
Su apariencia destinaba a Naomi a una carrera en el modelaje. |
διανέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A su jefe le gustaba asignar las tareas más interesantes a los trabajadores que lo adulaban. |
βάζωlocución verbal (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe le asignó el turno de la mañana a Josh. |
αποδίδω(κάτι καλό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿A qué le atribuyes tu éxito temprano como cantante? Σε τι αποδίδεις την πρώιμη επιτυχία σου ως τραγουδίστρια; |
αποδίδω κτ σε κπ, επιρρίπτω κτ σε κπlocución verbal |
εμπιστεύομαι κτ σε κπ
Antes de irme a vivir al extranjero, le consigné mis posesiones a mi primo. |
αναθέτω(σε κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le asignaron la tarea de subir los datos al sistema informático. Του ανέθεσαν να φορτώσει τα δεδομένα στο σύστημα του υπολογιστή. |
προϋπολογίζω(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ophelia reservó dinero para un pequeño auto económico, no para un sedán grande. Η Οφίλια υπολόγιζε να αγοράσει ένα μικρό, οικονομικό αυτοκίνητο κι όχι για ένα μεγάλο σεντάν. |
προϋπολογίζω κτ για κτ(επίσημο) La agencia asignó 10 millones de dólares para ayuda humanitaria. Ο οργανισμός έχει υπολογίσει 10 εκατομμύρια δολάρια για ανθρωπιστική βοήθεια. |
στριμώχνω(μεταφορικά: βρίσκω χρόνο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta herramienta está diseñada para asignar horarios. |
υποβιβάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τοποθετώ κπ σε κτ
Se asignó al soldado a una unidad de francotiradores cerca de la ciudad. Ο στρατολογημένος άνδρας τοποθετήθηκε σε μια μονάδα ελεύθερων σκοπευτών κοντά στην πόλη. |
εντάσσω κπ σε κτlocución verbal Asignaron al reportero con una unidad del ejército. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του asignar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του asignar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.