Τι σημαίνει το atteindre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης atteindre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atteindre στο Γαλλικά.
Η λέξη atteindre στο Γαλλικά σημαίνει φτάνω, επιτυγχάνω, πετυχαίνω, φτάνω, φθάνω, επιτυγχάνω, πετυχαίνω, φτάνω, φτάνω, φτάνω, φτάνω, φτάνω ως, φτάνω μέχρι, συγκεντρώνω μεγάλο αριθμό από, πετυχαίνω, πετυχαίνω, βρίσκω, κάνω, πιάνω, χτυπάω, περνάω, περνώ, βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνω, βρίσκω, πιάνω, προσεγγίζω, κατακτώ, έχω μέγεθος, επιτυγχάνω, πετυχαίνω, χτυπώ, προσβάλλομαι, φτάνω, ανέρχομαι σε,φτάνω μέχρι, άφιξη στη στεριά, χτυπάω ταβάνι, το μέσο για να πετύχω κτ, έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό, ενηλικιώνομαι, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, φτάνω σε οργασμό, πετυχαίνω τους στόχους μου, γίνομαι διάσημος, γίνομαι γνωστός, φτάνω την κορυφή, φτάνω το κατώτερο σημείο, φτάνω κτ στο όριο, άφιξη στη στεριά, κατορθώνω, καταφέρνω, φτάνω την κορυφή, δεν φτάνω, κορυφώνομαι, φτάνω σε οργασμό, φτάνω στην κορύφωση, κορυφώνομαι, σπάω, δεν είμαι τόσο αποδοτικός όσο θα μπορούσα, δεν τα πάω τόσο καλά όσο θα μπορούσα, φτάνω στην κορυφή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης atteindre
φτάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devrions atteindre New York dans moins d'une heure. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φτάσατε στη Φιλαδέλφεια; Αν όχι, συνεχίστε να οδηγείτε. |
επιτυγχάνω, πετυχαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous sommes à un cheveu d'atteindre la somme de deux millions de dollars. Είμαστε τόσο κοντά να πετύχουμε το στόχο μας και να μαζέψουμε δύο εκατομμύρια δολάρια. |
φτάνω, φθάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La grand-mère a atteint l'âge de quatre-vingt-dix-neuf ans avant de nous quitter. Η γιαγιά της Μαρλέν έφτασε τα ενενήντα εννιά πριν πεθάνει. |
επιτυγχάνω, πετυχαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτάνω(avion, train) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le train a atteint sa destination à l'heure prévue. Το τρένο έφτασε στον προορισμό του στην ώρα του. |
φτάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La température devrait atteindre 30° C aujourd'hui. Η θερμοκρασία αναμένεται να φτάσει τους 30°C σήμερα. |
φτάνω(un âge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sentait qu'il avait eu de la chance d'atteindre l'âge de quatre-vingt-dix ans. Αισθανόταν τυχερός που έφτασε τα ενενήντα. |
φτάνω(un montant) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La collecte des œuvres caritatives a atteint trente mille dollars cette année. |
φτάνω ως, φτάνω μέχρι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous avons juste assez d'essence pour atteindre la prochaine station-service. Τα καύσιμα μας φτάνουν ίσα για να φτάσουμε ως το επόμενο βενζινάδικο. |
συγκεντρώνω μεγάλο αριθμό από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετυχαίνωverbe transitif (un but) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tony a atteint son but : diriger le service. Ο Τόνυ πέτυχε τον στόχο του, που ήταν να γίνει επικεφαλής του τμήματος. |
πετυχαίνω, βρίσκωverbe transitif (une cible) (στόχο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La flèche atteignit la cible. Το βέλος πέτυχε τον στόχο. |
κάνω, πιάνω, χτυπάωverbe transitif (une limite) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La bourse atteignit une hausse record. Η μετοχή έκανε νέο υψηλό ρεκόρ σήμερα στα χρηματιστηριακά νέα. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il atteignit le prochain niveau du jeu. |
βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνωverbe transitif (στόχος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La flèche a atteint sa cible. |
βρίσκωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La balle l'a atteint à l'estomac. |
πιάνωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipe de vente espère atteindre ses objectifs ce mois-ci. Η ομάδα πωλήσεων ευελπιστεί να πιάσει τα ποσοστά της αυτό τον μήνα. |
προσεγγίζωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je lui ai demandé de me parler de ses problèmes mais ça n'a pas eu l'air de l'atteindre. |
κατακτώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'alpiniste a atteint le sommet de la montagne le lundi matin. |
έχω μέγεθοςverbe transitif (instrument de mesure) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Le tremblement de terre a atteint la magnitude quatre sur l'échelle de Richter. |
επιτυγχάνω, πετυχαίνω(une mission, une action,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Άνταμ πέτυχε τον στόχο του να περάσει το μάθημα της άλγεβρας. |
χτυπώ(une cible) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La flèche a touché sa cible. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα εχθρικά πυρά έπληξαν καίριους στόχους στην πόλη. |
προσβάλλομαι(soutenu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a été affecté par une mystérieuse maladie. |
φτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) John est arrivé à Cambridge vers cinq heures. Ο Τζον έφτασε στο Κέιμπριτζ περίπου στις 5. |
ανέρχομαι σε,φτάνω μέχρι(κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ne t'inquiète pas si tu ne sais pas nager, l'eau ne t'arrivera que jusqu'aux genoux. Μην ανησυχείς αν δεν ξέρεις να κολυμπάς. Το νερό θα φτάσει μέχρι τα γόνατά σου μονάχα. |
άφιξη στη στεριά
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) C'est un long voyage et on ne devrait pas apercevoir les côtes (or: la terre) avant des semaines. |
χτυπάω ταβάνι(figuré : fortement augmenter) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η τιμή του πετρελαίου χτύπησε ταβάνι, ξεπερνώντας τη χτεσινή κατά 10%. |
το μέσο για να πετύχω κτnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Peu importe qu'il ait menti, c'était un moyen pour atteindre un but. La junte a promis de nouvelles élections civiles ; le coup d'État n'était qu'un moyen pour atteindre un but. |
έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενηλικιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Beaucoup de cultures ont un rituel pour célébrer le fait qu'un jeune devienne majeur (or: atteigne la majorité). |
ωριμάζω, ενηλικιώνομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Certains animaux de ferme mettent jusqu'à trois ans à atteindre l'âge adulte. De nos jours, beaucoup d'enfants sont trop pressés d'atteindre l'âge adulte. Κάποια ζώα της φάρμας κάνουν έως και τρία χρόνια για να ενηλικιωθούν. |
φτάνω σε οργασμό
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πετυχαίνω τους στόχους μουlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu n'atteindras jamais ton but sans travailler dur. Δεν θα πετύχεις ποτέ τους στόχους σου χωρίς σκληρή δουλειά. |
γίνομαι διάσημος, γίνομαι γνωστός
|
φτάνω την κορυφήlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτάνω το κατώτερο σημείο(récession) Il semble que la récession ait atteint le point le plus bas et que nous voyions une amélioration des conditions économiques. Φαίνεται ότι η ύφεση έφτασε στο κατώτερο σημείο και τώρα βλέπουμε μια βελτίωση στις οικονομικές συνθήκες. Οι ναρκομανείς μπορεί να πρέπει να πιάσουν πάτο πριν αποδεχθούν ότι χρειάζονται βοήθεια. |
φτάνω κτ στο όριο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άφιξη στη στεριά(d'une tempête) (για τυφώνα, θύελλα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατορθώνω, καταφέρνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτάνω την κορυφήlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν φτάνωlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κορυφώνομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La popularité du chanteur a atteint un sommet avec son deuxième album ; l'album suivant s'est moins bien vendu. Η δημοτικότητα του τραγουδιστή κορυφώθηκε με τον δεύτερό του δίσκο· οι πωλήσεις του τρίτου του δίσκου ήταν πολύ πιο χαμηλές. |
φτάνω σε οργασμό, φτάνω στην κορύφωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Généralement, les hommes atteignent l'orgasme plus facilement que les femmes. Οι άνδρες συχνά φτάνουν πιο εύκολα και γρήγορα σε οργασμό από τις γυναίκες. |
κορυφώνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand l'histoire atteint son point culminant, il ne reste que deux personnages. Όταν κορυφώνεται η ιστορία έχουν απομείνει μόνο δυο χαρακτήρες. |
σπάωlocution verbale (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La vague a atteint son point le plus haut près du rivage. |
δεν είμαι τόσο αποδοτικός όσο θα μπορούσα, δεν τα πάω τόσο καλά όσο θα μπορούσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτάνω στην κορυφήlocution verbale (d'une colline,...) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le surfeur a atteint le sommet de la vague et s'est laissé glisser vers le rivage. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atteindre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του atteindre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.