Τι σημαίνει το avoir hâte στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης avoir hâte στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avoir hâte στο Γαλλικά.
Η λέξη avoir hâte στο Γαλλικά σημαίνει γουστάρω, δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι, ενθουσιάζομαι για κτ, ανυπομονώ, πρόθυμος να κάνει κτ, έτοιμος να ξεκινήσω, περιμένω πώς και πώς, δεν κρατιέμαι, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, ανυπομονώ, ενθουσιασμένος που θα κάνω κτ, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, ανυπομονώ για κτ, ανυπομονώ, θέλω πολύ, ανυπομονώ, δεν κρατιέμαι, λαχταρώ, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ, σκέφτομαι το μέλλον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης avoir hâte
γουστάρω(καθομ: επιθυμία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαιlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai vraiment hâte d'être à mon anniversaire ! Quelle journée pourrie : j'ai hâte qu'elle finisse ! Ανυπομονώ να έρθουν τα γενέθλιά μου! Η σημερινή μέρα είναι απαίσια, ανυπομονώ να τελειώσει. |
ενθουσιάζομαι για κτ
Les enfants ont hâte d'aller au zoo demain (or: sont tout excités à l'idée d'aller au zoo demain). |
ανυπομονώ(για κτ, να γίνει κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai hâte que cette journée soit finie. |
πρόθυμος να κάνει κτ(συνήθως για καθήκον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai hâte de vous montrer ma nouvelle maison. |
έτοιμος να ξεκινήσω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περιμένω πώς και πώς, δεν κρατιέμαιlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Isabel est enthousiasmée par son nouveau travail ; elle a hâte de commencer. |
ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησίαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Chaque année, nous avons hâte de partir pour les vacances d'été. Κάθε χρόνο περιμένουμε με ανυπομονησία τις καλοκαιρινές διακοπές. |
ανυπομονώ(βιασύνη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après avoir été cloîtré chez moi tout l'hiver, j'ai hâte que le printemps arrive. Ανυπομονώ να έρθει η άνοιξη, αφού είχα κλειστεί στο σπίτι όλο τον χειμώνα. |
ενθουσιασμένος που θα κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tony est très enthousiaste à l'idée de commencer l'université. Ο Τόνυ είναι πολύ ενθουσιασμένος που θα ξεκινήσει το πανεπιστήμιο. |
ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai hâte de partir à la retraite. Περιμένω με ανυπομονησία τη μέρα που θα μπορώ να βγω στη σύνταξη. |
ανυπομονώ για κτ
On n'est que lundi mais j'attends déjà le week-end avec impatience. |
ανυπομονώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les fans fervents étaient impatients de rencontrer leur auteur favori. Οι φανατικοί θαυμαστές ανυπομονούσαν να συναντήσουν τον αγαπημένο τους συγγραφέα. |
θέλω πολύlocution verbale (να κάνω κάτι) Il a vraiment hâte de venir te voir. J'ai vraiment hâte de démarrer ce projet. Ανυπομονεί να έρθει να σε δει. Ανυπομονώ να ξεκινήσω να δουλεύω το πρότζεκτ. |
ανυπομονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai hâte que les vacances d'été commencent ! Ανυπομονώ να έρθουν οι διακοπές του καλοκαιριού! |
δεν κρατιέμαι(καθομιλουμένη, μτφ: να κάνω κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai hâte de te raconter le dernier potin sur Mandy ! Δεν κρατιέμαι να σου πω το κουτσομπολιό για τη Μάντυ... |
λαχταρώ, ποθώ(soutenu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il lui tardait de rentrer chez lui auprès de sa famille. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λαχταρούσε (or: Ποθούσε) να γυρίσει στο σπίτι με την οικογένειά του. |
λαχταρώ, ποθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Miriam avait hâte que Jake la prenne dans ses bras et lui dise qu'il l'aimait. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λαχταρούσε να την πάρει στην αγκαλιά του και να της πει ότι την αγαπάει. |
λαχταρώ, ποθώ(de nourriture surtout) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκέφτομαι το μέλλον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne sois pas impatient et apprécie ce qui t'arrive maintenant. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avoir hâte στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του avoir hâte
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.