Τι σημαίνει το avancer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης avancer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avancer στο Γαλλικά.
Η λέξη avancer στο Γαλλικά σημαίνει προχωρώ, κινούμαι, προχωράω, μετακινώ κτ προς τα εμπρός, προοδεύω, κάνω πρόοδο, προοδεύω, προχωράω, κινούμαι, προχωράω, μετακινώ, κουνάω, κινούμαι συνεχώς, προχωράω, προχωρώ, πηγαίνω μπροστά, προχωρώ, προχωρώ, προχωράω, προχωρώ, παίρνω προβάδισμα, προχωρώ παρά τις δυσκολίες, προχωρώ, γυρίζω μπροστά, επισπεύδω, οδηγώ προς τα εμπρός, πηγαίνω, προχωρώ, προοδεύω, κινούμαι, μετακινούμαι προς τα εμπρός, προχωράω, προχωρώ, κάνω κάτι γρήγορα, προχωράω, προχωρώ, μπροστά, προχωρώ, πρόοδος, παρασύρομαι, πάω μπρος, πάω μπροστά, προχωρώ προς κάπου, σημειώνω πρόοδο, προχωρώ, εξελίσσομαι, διατυπώνω την αρχή, προχωράω, προχωρώ, κινούμαι, τραβάω το δρόμο μου, ταξιδεύω, πηγαίνω, σουφρώνω τα χείλη, επισπεύδω, δίνω προκαταβολή, σουφρώνω, προοδεύω, προχωρώ, πηγαίνω, αρχίζω, ξεκινάω, προχωράω, προχωρώ, προεξέχω, ξεκινάω, ξεκινώ, προχωρώ με αποφασιστικότητα, προχωρώ, προοδεύω, προτείνω, προχωράω αργά αλλά σταθερά, τολμώ να πω, κάνω ένα βήμα μπροστά, βρίσκω τον δρόμο μου ψηλαφίζοντας, περνάω σπρώχνοντας, προχωράω αργά, τολμώ να μαντέψω, προχωρώ προσεκτικά, σουφρώνω τα χείλη, είμαι ισχυρός, χιμώ, χυμώ, ορμώ, υποθέτω, εικάζω, ορμώ, χιμάω, σκαλίζω με τα νύχια, -, περπατάω βαριά, κάνω ποδήλατο χωρίς πετάλι, προεξέχω, πάω αργά, πηγαίνω αργά, τρέχω, προχωράω αργά, περπατώ μέσα σε κτ, σουφρώνω τα χείλη μου για να φιλήσω κάποιον, κουτσαίνω, τολμώ να πω, κινούμαι με βραδύτητα μέσα από, προωθώ, κυλάω, τσουλάω, προχωράω αργά, πάω αργά, πηγαίνω αργά, βγάζω, προχωρώ αργά και σταθερά, συνεχίζω κτ αποφασιστικά, προωθώ, κάνω υπόθεση σχετικά με κτ, ξεγλυστράω, κινούμαι με βραδύτητα μέσα από, προχωράω, προχωρώ, κινούμαι αργά, προχωράω αργά, προχωράω αργά, προχωράω αργά, κάνω πετάλι, <div>κάνω fast forward σε κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, υποθέτω, εικάζω, πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης avancer
προχωρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Passe la première pour avancer. Για να προχωρήσεις βάλε ταχύτητα στο αυτοκίνητο. |
κινούμαι, προχωράωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les manifestants avançaient vers les lignes de police. Οι διαδηλωτές κινήθηκαν (or: προχώρησαν) προς τους παραταγμένους αστυνομικούς. |
μετακινώ κτ προς τα εμπρός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pou faire une rotation du stock, avancez les produits moins frais sur l'étagère et rangez les plus récents à l'arrière. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα μπορούσες να μετακινήσεις τις κονσέρβες που κοντεύουν να λήξουν προς τα εμπρός; |
προοδεύω, κάνω πρόοδοverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προοδεύω, προχωράωverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Maintenant que j'ai tout le matériel nécessaire, je peux avancer dans mon projet. // Notre pays a beaucoup avancé depuis l'époque de la discrimination sexuelle et raciale. Τώρα που έχω τα απαιτούμενα εφόδια, μπορώ να προχωρήσω το σχέδιό μου. Έχουμε προοδεύσει ως χώρα από τον καιρό των διακρίσεων βάσει φυλής ή φύλου. |
κινούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu arrêtes de bouger, la guêpe te laissera tranquille. Σταμάτα να κουνιέσαι και η σφήκα θα σε αφήσει ήσυχη. |
προχωράωverbe intransitif (πηγαίνω μπροστά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le projet progresse (or: avance) en temps et en heure. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μόνο αν διαβάζεις τα μαθήματά σου θα προοδεύσεις στη ζωή σου, μου έλεγε η μητέρα μου. |
μετακινώ, κουνάωverbe transitif (Jeu : un pion,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a avancé son pion de quatre cases. Μετακίνησε (or: Κούνησε) το πιόνι του τέσσερα κουτάκια μπροστά. |
κινούμαι συνεχώς
Certaines espèces de requins doivent bouger sans cesse pour survivre. |
προχωράω, προχωρώ(projet) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon projet en histoire avance bien. Η εργασία που κάνω για την ιστορία προχωράει καλά. |
πηγαίνω μπροστά, προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προχωρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το τρένο προχωρούσε με μεγάλη ταχύτητα. |
προχωράω, προχωρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίρνω προβάδισμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προχωρώ παρά τις δυσκολίεςverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Malgré les contretemps, nous devons avancer sur le projet pour le finir dans les temps. |
προχωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Au cours de la partie d'échecs, il a avancé son pion de deux cases. Στην παρτίδα σκάκι, προχώρησε το πιόνι του κατά δύο θέσεις. |
γυρίζω μπροστάverbe transitif (heure, montre...) (το ρολόι) |
επισπεύδωverbe transitif (horaire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οδηγώ προς τα εμπρόςverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Au lieu d'engager la marche arrière, il a avancé tout droit dans un arbre. |
πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alors, tu avances ? Πώς τα πας; |
προχωρώ, προοδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Φαίνεται πως δεν μπορώ να προοδεύσω στο επάγγελμά μου. |
κινούμαι(véhicule, personne,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le train avançait (or: roulait) à grande vitesse. Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του. |
μετακινούμαι προς τα εμπρόςverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le pasteur a dit : « Avancez maintenant si vous ressentez l'esprit ». Ο ιεροκήρυκας είπε: «Μετακινηθείτε τώρα προς τα εμπρός, εάν νιώθετε το πνεύμα.» |
προχωράω, προχωρώverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pour avancer dans la vie, il faut accepter de travailler dur. Για να πας μπροστά στη ζωή θα πρέπει να είσαι πρόθυμος να δουλέψεις σκληρά. |
κάνω κάτι γρήγορα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προχωράω, προχωρώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο οδηγός κούνησε τα γκέμια για να κάνει σήμα στο άλογο να προχωρήσει. |
μπροστάverbe intransitif (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cette horloge avance de cinq minutes. Εκείνο το ρολόι πάει πέντε λεπτά μπροστά. |
προχωρώverbe intransitif (armée) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les troupes de l'envahisseur avançaient. |
πρόοδοςverbe intransitif (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si ça n'avance pas au travail, demande de l'aide. |
παρασύρομαιverbe intransitif (avec peine) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le yacht avançait face aux vents violents. |
πάω μπρος, πάω μπροστάverbe transitif (montre) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La vieille horloge est belle mais, malheureusement, elle avance. |
προχωρώ προς κάπουverbe intransitif (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
σημειώνω πρόοδοverbe intransitif Quand elle a décroché son premier rôle en tant que comédienne, Maria a senti qu'elle avait finalement avancé. |
προχωρώ, εξελίσσομαι(dans un véhicule) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous roulions à environ 45 km/h. Μέχρι χθες, τα πράγματα εξελίσσονταν αρκετά καλά. Προχωράμε με περίπου 30 μίλια την ώρα. |
διατυπώνω την αρχήverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Darwin a avancé la notion de sélection naturelle comme principe d'évolution. |
προχωράω, προχωρώ, κινούμαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les camions progressaient sur la route. Τα φορτηγά προχωρούσαν (or: κινούνταν) κατά μήκος του δρόμου. |
τραβάω το δρόμο μουverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο αξιωματικός είπε στα αγόρια να τραβήξουν τον δρόμο τους. |
ταξιδεύω, πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le navire avance (or: navigue) vers Portsmouth. Το πλοίο πηγαίνει στο Πόρτσμουθ. |
σουφρώνω τα χείλη(ses lèvres) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επισπεύδωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avançons (or: Anticipons) notre départ car on a annoncé une tornade. Ας επισπεύσουμε την αναχώρησή μας, καθώς έρχεται τυφώνας. |
δίνω προκαταβολή(de l'argent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Son patron lui a avancé (or: lui a prêté) trois cents dollars. Το αφεντικό του τού έδωσε προκαταβολή τριακόσια δολάρια. |
σουφρώνω(ses lèvres) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a avancé ses lèvres comme s'il s'apprêtait à embrasser quelqu'un. |
προοδεύω, προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dans ma profession, on ne progresse pas sans l'aide et le soutien de personnes plus expérimentées. Στο επάγγελμά μου δεν πρόκειται να πας μπροστά χωρίς τη στήριξη και βοήθεια άλλων πιο έμπειρων. |
πηγαίνω(état) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Πώς πάει η αναφορά; |
αρχίζω, ξεκινάω(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils se sont réveillés à 10 h mais ils n'ont pas démarré (or: bougé) avant midi. |
προχωράω, προχωρώverbe intransitif (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'est dur d'avancer quand on fait du vélo face au vent. |
προεξέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'armée s'est mise en marche et a combattu les Romains. |
προχωρώ με αποφασιστικότηταverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προχωρώ, προοδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'armée d'Hannibal se fraya un chemin dans les Alpes. |
προτείνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι ευθύνες ήταν τόσο μεγάλες που κανένας δεν ήθελε να προτείνει τον εαυτό του. |
προχωράω αργά αλλά σταθεράverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le projet est difficile mais je continue. |
τολμώ να πωverbe transitif (une hypothèse) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les collègues de Mary ont avancé l'hypothèse que son bonheur rayonnant était dû à un nouvel amour dans sa vie. Ο συνάδελφος της Μαίρης μάντεψε ότι η προφανής ευτυχία της οφειλόταν σε μια καινούρια αγάπη στην ζωή της. |
κάνω ένα βήμα μπροστά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Veuillez vous avancer à l'appel de votre nom. Όταν ακούσεις να φωνάζουν το όνομά σου, παρακαλώ κάνε ένα βήμα μπροστά. |
βρίσκω τον δρόμο μου ψηλαφίζοντας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faisait nuit noire dans le tunnel alors nous avons dû avancer à tâtons. |
περνάω σπρώχνοντας
|
προχωράω αργά
L'alpiniste avançait doucement le long de la corniche sur la paroi rocheuse. |
τολμώ να μαντέψωlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quiconque émettra une hypothèse recevra un prix. |
προχωρώ προσεκτικάverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle avançait à tâtons dans le couloir obscur. |
σουφρώνω τα χείλη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι ισχυρόςlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Je veux devenir ami avec Burt, c'est le genre de personne qui fait avancer les choses. |
χιμώ, χυμώ, ορμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle s'est soudain jetée en avant, cherchant à m'étrangler. |
υποθέτω, εικάζωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je n'ai pas de solution précise, mais je peux émettre une hypothèse. |
ορμώ, χιμάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκαλίζω με τα νύχια(mouvement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Au prix d'un grand effort, les prisonniers avançaient le conduit d'aération. |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le garçon roulait lentement dans le couloir sur sa trotinette. Το αγόρι τσούλαγε στον διάδρομο με το πατίνι του. |
περπατάω βαριά
Le vieux cheval marchait dans la rue d'un pas lourd et lent. |
κάνω ποδήλατο χωρίς πετάλι(κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προεξέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πάω αργά, πηγαίνω αργά
|
τρέχω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προχωράω αργά
|
περπατώ μέσα σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σουφρώνω τα χείλη μου για να φιλήσω κάποιον(souvent péjoratif) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κουτσαίνωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τολμώ να πω(κάτι ή ότι/πως) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'avancerais même que la plupart des gens vivent mécontents du fait de la jalousie. |
κινούμαι με βραδύτητα μέσα από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En raison du relief accidenté, nous avons été obligés de traverser (tant bien que mal) les lignes ennemies les mieux défendues. |
προωθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο νέος νόμος προωθήθηκε για να αποτραπεί το φαινόμενο των μαζικών μεταναστεύσεων. |
κυλάω, τσουλάω(κινούμαι χωρίς δύναμη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle descendit la côte en roue libre sur son vélo. |
προχωράω αργά, πάω αργά, πηγαίνω αργά(μεταφορικά) Petros travaille sur un nouveau projet mais ça avance doucement en ce moment. |
βγάζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προχωρώ αργά και σταθερά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνεχίζω κτ αποφασιστικά
|
προωθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a fait avancer sa carrière en gagnant des clients. Προώθησε την καριέρα του κερδίζοντας πελάτες. |
κάνω υπόθεση σχετικά με κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le scientifique a avancé un moyen d'enlever le sel de l'eau de l'océan. |
ξεγλυστράω(figuré : faire facilement) (μεταφορικά: ξεφεύγω εύκολα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κινούμαι με βραδύτητα μέσα από(véhicule) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προχωράω, προχωρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Une équipe d'experts est en train d'être montée pour faire avancer le projet. |
κινούμαι αργά, προχωράω αργά
Un voleur s'est glissé derrière mon présentoir et m'a volé tout mon gouda. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η μέρα κύλησε αργά και τελικά ήρθε η ώρα να πάμε σπίτι. |
προχωράω αργά
Karen avançait doucement sur la glace pour ne pas tomber. Η Κάρεν προχώρησε αργά και προσεκτικά πάνω στον πάγο για να μην πέσει. |
προχωράω αργά
Le train se traînait dans la gare. |
κάνω πετάλι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div>κάνω fast forward σε κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>
Il m'arrive souvent de passer rapidement les parties ennuyeuses des films. |
υποθέτω, εικάζω(ότι/πως) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il y a plusieurs décennies déjà, les experts avançaient l'hypothèse que fumer provoquait le cancer et d'autres maladies. |
πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστάverbe transitif |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avancer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του avancer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.