Τι σημαίνει το rouler στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rouler στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rouler στο Γαλλικά.
Η λέξη rouler στο Γαλλικά σημαίνει κυλάω, κυλάω, κυλάω, κυλώ, χτυπάω, τραβάω, τυλίγω, περνάω, λικνίζομαι, ταλαντεύομαι, κινούμαι παλινδρομικά, λικνίζομαι, κινούμαι πάνω σε ρόδες, ταλαντεύομαι, κινούμαι παλινδρομικά, λικνίζομαι, τυλίγομαι, κατρακυλάω, κατρακυλώ, τη φέρνω σε κπ, οδηγώ, οδηγάω, στρίβω τσιγάρο, οδηγώ, τυλίγω σε τόπι, κάνω τόπι, εξαπατώ, την φέρνω σε κπ, τη φέρνω, τη φέρνω σε κπ, κυλώ, ξεγελώ, εξαπατώ, ξεγελάω κπ για να κάνει κτ, καταφέρνω κπ να κάνει κτ, εξαπατώ, παραπλανώ, ξεγελάω, ξεγελώ, οδήγηση, κίνηση με τροχοφόρο, κινούμαι, εξαπατώ, εξαπατώ, κοροϊδεύω, κινούμαι, τη φέρνω σε κπ, ρέω, τρέχω, κυλάω, προχωρώ, εξελίσσομαι, εξαπατώ, τυλίγω, κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά, ληστεύω, κλέβω, κατακλέβω, κυλάω, κυλιέμαι, φιλιέμαι, κυλιέμαι, ταξιδεύω, ταξιδεύω, ταξιδεύω, φιλιέμαι, φιλιέμαι με κπ, φιλί, κολλάω πίσω από κπ/κτ, με εκατό, κατάλληλο για κυκλοφορία, μου τρέχουν λεφτά από τα μπατζάκια, κολυμπάω στο χρήμα, τσιγαρόχαρτο, καπνός, παραπλανούμαι, εξαπατούμαι, -, κάνω ποδήλατο χωρίς πετάλι, εξαπατώ, κινούμαι γρήγορα, πάω αργά, πηγαίνω αργά, πηγαίνω στην κατηφόρα, τρέχω, κορδώνομαι, μπαλαμουτιάζω, μεταφορά κορμών δέντρων, κυλάω, τσουλάω, τροχοδρομώ, κινούμαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα, οδηγώ άδειο όχημα, φασώνομαι, χαμουρεύομαι, μπαλαμουτιάζομαι, φιλιέμαι με γλώσσα, φιλιέμαι, λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ, τυλίγομαι, κουλουριάζομαι, περπατάω γεμάτος μαγκιά, κυλώ από κτ, φιλάω κπ με γλώσσα, κορδώνομαι, πάω σημειωτόν, πηγαίνω σημειωτόν, κινούμαι σημειωτόν, φασώνομαι, κυλώ κτ σε κτ, κάνω όπισθεν, φασώνομαι, πατάω, πατώ, χαρτάκι, ξεκαρδιστικός, καπνός, κάνω βόλτες, τρέχω, οδηγώ πάνω σε κτ, δίνω γλωσσόφιλο, δίνω γλωσσόφιλο σε κπ, φιλάω κπ με γλώσσα, φιλάω κπ παθιασμένα, κυλάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rouler
κυλάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le ballon a roulé en bas de la colline. Η μπάλα κύλησε απ' το λόφο. |
κυλάωverbe intransitif (έμφαση στο είδος της κίνησης) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La voiture roulait dans la rue. Το αυτοκίνητο κινήθηκε κατά μήκος του δρόμου. |
κυλάω, κυλώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les roues du char roulaient vers l'avant. |
χτυπάωverbe intransitif (tambour) (τύμπανο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les trompettes sonnèrent et les tambours roulèrent. |
τραβάωverbe transitif (Linguistique) (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Beaucoup d'Américains trouvent qu'il est difficile de rouler les R. |
τυλίγωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai vu des photos de vieux Cubains rouler des cigares. |
περνάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puis, vous devez rouler le poulet dans la panure jusqu'à ce qu'il soit entièrement recouvert. |
λικνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il aimait regarder la manière dont elle ondulait en passant dans la rue. |
ταλαντεύομαι, κινούμαι παλινδρομικά, λικνίζομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les deux plus jeunes enfants roulaient et s'amusaient sur le grand lit. |
κινούμαι πάνω σε ρόδεςverbe intransitif (véhicule) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταλαντεύομαι, κινούμαι παλινδρομικά, λικνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les enfants adorent rouler dans l'herbe. |
τυλίγομαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a roulé les certificats et les a mis dans un lieu sûr. Τύλιξε τα πιστοποιητικά και τα φύλαξε σε ένα ασφαλές μέρος. |
κατρακυλάω, κατρακυλώ(objet, personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pelote de laine a roulé par terre. Το κουβάρι του μαλλιού κύλησε στο πάτωμα. |
τη φέρνω σε κπ(familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand il n'est pas revenu avec les marchandises j'ai su que j'avais été roulé. |
οδηγώ, οδηγάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On a roulé à travers le pays dans une vieille 2 CV. |
στρίβω τσιγάροverbe transitif (une cigarette) (ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il finit de rouler et me demanda du feu. |
οδηγώverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons roulé pendant 80 km mais là, la voiture est tombée en panne. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είχα κάνει 10 χιλιόμετρα όταν μου έσκασε το λάστιχο του ποδηλάτου. |
τυλίγω σε τόπι, κάνω τόπιverbe transitif (un tissu) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le tissu est roulé à l'usine avant d'être livré en magasin. |
εξαπατώ(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate ne s'était pas rendu compte que l'homme qu'elle avait rencontré sur un site de rencontre la roulait jusqu'à ce qu'elle dépense la moitié de ses économies pour lui. |
την φέρνω σε κπverbe transitif (figuré) (καθομιλουμένη) |
τη φέρνω(familier) (μτφ, καθομ: σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τη φέρνω σε κπ(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κυλώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un larme roula sur la joue de la petite fille. |
ξεγελώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne voulais pas acheter ce ticket. On m'a roulée (or: On m'a trompée) ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν είναι αυθεντικό διαμάντι, σ' την έφεραν! |
εξαπατώ(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεγελάω κπ για να κάνει κτ, καταφέρνω κπ να κάνει κτ(familier, figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jim s'est encore fait rouler (or: pigeonner) par le patron au niveau des heures sup'. Το αφεντικό ξεγέλασε τον Τζιμ ώστε να κάνει ξανά υπερωρίες. |
εξαπατώ, παραπλανώlocution verbale (familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεγελάω, ξεγελώverbe transitif (familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οδήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κίνηση με τροχοφόρο(activité) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κινούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu arrêtes de bouger, la guêpe te laissera tranquille. Σταμάτα να κουνιέσαι και η σφήκα θα σε αφήσει ήσυχη. |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le marchand d'antiquités a escroqué la vieille dame ; il lui a acheté plusieurs meubles de valeur pour la petite somme de cent euros. |
εξαπατώ, κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne te laisse pas avoir par ses âneries. Μην σε κοροϊδεύει με τις ανοησίες του. |
κινούμαι(véhicule, personne,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le train avançait (or: roulait) à grande vitesse. Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του. |
τη φέρνω σε κπ(très familier) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο Άντριαν κατάλαβε πολύ αργά πως ο καταστηματάρχης του την είχε φέρει. |
ρέω(circulation) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La circulation n'est pas très fluide dans cette ville. |
τρέχω, κυλάω(δάκρυα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Des larmes coulèrent sur ses joues. |
προχωρώ, εξελίσσομαι(dans un véhicule) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous roulions à environ 45 km/h. Μέχρι χθες, τα πράγματα εξελίσσονταν αρκετά καλά. Προχωράμε με περίπου 30 μίλια την ώρα. |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τυλίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά
James maintenait sa vitesse à 100 kilomètres à l'heure. Ο Τζέιμς κινείτο σταθερά με 60 μίλια την ώρα. |
ληστεύω, κλέβω, κατακλέβωverbe transitif (figuré, familier) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vingt livres pour ça ? Ce commerçant t'as volé (or: roulé) ! |
κυλάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fit rouler la balle vers le bébé. Τσούλησε την μπάλα στο μωρό. |
κυλιέμαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les hippopotames aiment se rouler dans la boue. |
φιλιέμαι(εγώ με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Genevieve a surpris ses deux meilleurs amis en train de s'embrasser. |
κυλιέμαι(dans du sang) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταξιδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταξιδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Σίγουρα ταξιδεύω στη δουλειά μου. Φέτος πήγα στην Κορέα, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική. |
ταξιδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φιλιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai vu Tracy embrasser Kevin hier soir. |
φιλιέμαι με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Apparemment, Emma embrassait John dans le couloir. |
φιλί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Katherine a planté un gros baiser sur la joue de Max. |
κολλάω πίσω από κπ/κτ(μτφ, καθομ, ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Une voiture rouge m'a collé au train pendant tout le trajet jusqu'à l'épicerie. |
με εκατό
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ο Μπιλ έτρεχε με εκατό στην εθνική όταν τον σταμάτησε η αστυνομία. |
κατάλληλο για κυκλοφορία(όχημα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μου τρέχουν λεφτά από τα μπατζάκια(figuré, familier) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La liste de Noël de ma fille fait quatre pages : elle doit penser que nous sommes pleins aux as ! |
κολυμπάω στο χρήμαverbe intransitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après avoir gagné à la loterie, elle roulait sur l'or. |
τσιγαρόχαρτοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καπνόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παραπλανούμαι, εξαπατούμαιverbe pronominal (familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'avais donné des milliers de livres sterling quand je me suis rendu compte que je m'étais fait mener en bateau (or: avoir). |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le garçon roulait lentement dans le couloir sur sa trotinette. Το αγόρι τσούλαγε στον διάδρομο με το πατίνι του. |
κάνω ποδήλατο χωρίς πετάλι(κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κινούμαι γρήγορα(en véhicule) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πάω αργά, πηγαίνω αργά
|
πηγαίνω στην κατηφόρα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un ballon lâché sur une pente ira vers le bas (or: roulera vers le bas). |
τρέχω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κορδώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαλαμουτιάζω(argot) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταφορά κορμών δέντρων(παλαιό: σε ποτάμι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυλάω, τσουλάω(κινούμαι χωρίς δύναμη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle descendit la côte en roue libre sur son vélo. |
τροχοδρομώ(επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'avion se déplaçait au sol ; il était trop tard pour débarquer de l'avion ! |
κινούμαι με ιλιγγιώδη ταχύτηταverbe intransitif (voiture) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les voitures roulaient à toute vitesse sur la piste. |
οδηγώ άδειο όχημαverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φασώνομαι, χαμουρεύομαι, μπαλαμουτιάζομαι(argot) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils se sont roulé une pelle avant de partir chacun de leur côté. Les adolescents aiment bien se rouler des pelles. |
φιλιέμαι με γλώσσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το ζευγάρι διαφωνούσε για το αν είναι σωστό να φιλιέσαι με γλώσσα σε ένα γάμο. |
φιλιέμαι(familier : s'embrasser) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λειτουργώ με κτ, δουλεύω με κτ
|
τυλίγομαι, κουλουριάζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le hérisson s'est roulé en boule. Ο σκαντζόχοιρος κουλουριάστηκε σε σχήμα μπάλας. |
περπατάω γεμάτος μαγκιά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Henri a roulé des mécaniques dans le bureau tout l'après-midi après que le chef a complimenté son travail. Ο Χένρι περπατούσε στο γραφείο γεμάτος μαγκιά όλο το απόγευμα, αφότου το αφεντικό είχε επαινέσει την δουλειά του. |
κυλώ από κτ
La bille roula jusqu'en bas de la rampe. Η μπίλια κύλησε από τη ράμπα και έπεσε. |
φιλάω κπ με γλώσσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κορδώνομαι(personne, péjoratif) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'élève était debout au premier rang à faire la belle tandis que le professeur la complimentait. |
πάω σημειωτόν, πηγαίνω σημειωτόν, κινούμαι σημειωτόν(véhicule) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ça n'avance pas sur la route, je vais être en retard au boulot. Πάω πρώτη νεκρό στην κίνηση, θα αργήσω πολύ στη δουλειά μου. Το παλιό αμάξι προχωρούσε σημειωτόν με ένα σύννεφο καπνού να βγαίνει απ' τη μηχανή του. |
φασώνομαι(familier : s'embrasser) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-) J'ai vu Carly et Kevin se rouler des pelles derrière la médiathèque. Είδα την Κάρλι και τον Κέβιν να μπαλαμουτιάζονται πίσω απ' τη βιβλιοθήκη. |
κυλώ κτ σε κτverbe transitif (une balle,...) Dan a fait rouler la balle depuis le sommet de la colline (or: jusqu'en bas de la colline). Ο Νταν κύλησε τη μπάλα στον λόφο. |
κάνω όπισθεν(αυτοκίνητο) |
φασώνομαι(familier : embrasser) (αργκό: με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-) À la fête hier soir, j'ai roulé des pelles à une fille. Χτες το βράδυ στο πάρτι φασώθηκα μ' ένα κορίτσι. |
πατάω, πατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aïe ! Ta roue vient de me rouler sur le pied ! Άου! Η ρόδα του ποδηλάτου σου μου πάτησε το πόδι! |
χαρτάκιnom féminin (tabac) (τσιγάρου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξεκαρδιστικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καπνόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάνω βόλτες(voiture) (με όχημα) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Sally roulait tranquillement en ville dans sa nouvelle voiture et faisait coucou à ses amies. |
τρέχω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
οδηγώ πάνω σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le conducteur a roulé (or: conduit) doucement sur les gravillons. Ο οδηγός οδήγησε αργά πάνω στα χαλίκια. |
δίνω γλωσσόφιλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un professeur a surpris Susie et Jimmy à s'embrasser derrière les gradins. |
δίνω γλωσσόφιλο σε κπ, φιλάω κπ με γλώσσα(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sarah avait du mal à se concentrer sur le film à cause des deux adolescents qui s'embrassaient sur la bouche dans la rangée devant elle. |
φιλάω κπ παθιασμέναlocution verbale (argot) |
κυλάωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fais tomber les billes de la table : le chat va les poursuivre ! |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rouler στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του rouler
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.