Τι σημαίνει το bait στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bait στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bait στο Αγγλικά.
Η λέξη bait στο Αγγλικά σημαίνει δόλωμα, δόλωμα, δολώνω, ρίχνω δόλωμα, στέλνω σκυλιά να επιτεθούν σε κτ, πειράζω, δελεάζω, στάση, παγίδα, κάνω στάση, δόλωµα και µεταστροφή, δόλωμα, παραπλανητικός, δόλωμα, αντιδρώ, τσιμπάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bait
δόλωμαnoun (uncountable (angling: food to attract fish) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The fishing shop sells a variety of lures and bait. Το μαγαζί με τα είδη ψαρέματος πουλά διάφορα δολώματα. |
δόλωμαnoun (figurative, uncountable (lure) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The office used the promotion as bait to convince Mark to commit fraud. Το γραφείο χρησιμοποίησε την προαγωγή ως δόλωμα για να πείσει τον Μαρκ να διαπράξει απάτη. |
δολώνωtransitive verb (attach lure to: fishing hook) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The way you bait your hook may determine how many fish you catch. Ο τρόπος που δολώνεις το αγκίστρι σου ίσως καθορίσει πόσα ψάρια θα πιάσεις. |
ρίχνω δόλωμαtransitive verb (figurative (lure) (μεταφορικά: σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The undercover policeman baited a criminal and caught him committing the crime. Ο αστυνομικός με πολιτικά έριξε δόλωμα στον κακοποιό και τον έπιασε να διαπράττει το έγκλημα. |
στέλνω σκυλιά να επιτεθούν σε κτtransitive verb (set dogs upon: an animal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In Elizabethan times, people baited bears for entertainment. |
πειράζωtransitive verb (figurative (torment, tease) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The little boy baited his sister until she cried. Το μικρό αγόρι πείραζε την αδελφή του μέχρι που εκείνη έκλαψε. |
δελεάζωtransitive verb (figurative (tempt, seduce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jasmine hoped to bait a rich man with her showy clothes. Η Τζάσμιν ήλπιζε να ψαρέψει έναν πλούσιο άνδρα με τα αποκαλυπτικά της ρούχα. |
στάσηnoun (archaic (stop for food during journey) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The carriage paused to let the passengers out for a bait. |
παγίδαnoun (figurative (temptation) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I refuse to give in to the bait of chocolate cake, no matter what! |
κάνω στάσηintransitive verb (archaic (stop for food during journey) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The travelers decided to bait at mid-day. |
δόλωµα και µεταστροφήnoun (fraudulent sales tactic) (μη καθιερωμένος όρος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δόλωμαnoun (nice offer later replaced) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παραπλανητικόςnoun as adjective (scheme, etc.: fraudulent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δόλωμαnoun (angling: fish used as lure) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αντιδρώverbal expression (figurative (give in to provocation) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τσιμπάωverbal expression (figurative (give in to temptation) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bait στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του bait
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.