Τι σημαίνει το balancer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης balancer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του balancer στο Γαλλικά.

Η λέξη balancer στο Γαλλικά σημαίνει λικνίζομαι, κουνάω, κουνώ, καρφώνω, πετάω, ξεφορτώνομαι, διανέμω, καρφώνω, δίνω, καταδίδω, καρφώνω, δίνω, λικνίζω, πετάω, πετάω, ξεφορτώνομαι, καρφώνω, δίνω, λέω, το σφυρίζω, καρφώνω, καρφώνω, πετάω, καρφώνω, δίνω, καρφώνω, δίνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, πετώ, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, ταλαντεύομαι, τραντάζω, ταρακουνάω, απαγχονίζομαι, αναφορά ονόματος διασήμου για εντυπωσιασμό, δεν δίνω μία, δεν μου καίγεται καρφάκι, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή, δε δίνω δεκάρα, ρίχνω μία μπουνιά, αναφέρω ότι έχω γνωρίσει διάσημα πρόσωπα με στόχο να εντυπωσιάσω, ρίχνω δακρυγόνα σε κάποιον, ρίχνω κτ κάτω, καταδίδω, καρφώνω κπ σε κπ, καταδίδω, ξερνώ κάτι για κάποιον, με κρεμάνε, ταλαντεύομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης balancer

λικνίζομαι

(objet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La chaise commença à balancer.
Η καρέκλα άρχισε να λικνίζεται.

κουνάω, κουνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Balance la corde d'un côté à l'autre.

καρφώνω

verbe transitif (familier : dénoncer) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, ξεφορτώνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai dû jeter beaucoup de vieux livres dont personne ne voulait.
Αναγκάστηκα να πετάξω πολλά παλιά βιβλία που δεν τα ήθελε κανείς.

διανέμω

verbe transitif (figuré, familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il balance des vannes mais il ne sait pas encaisser.

καρφώνω, δίνω

verbe transitif (familier) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pete a balancé ses camarades de classe quant il les a vus voler des bonbons.

καταδίδω

(familier : dénoncer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle l'a balancé pour le meurtre.
Τον κατέδωσε για τον φόνο.

καρφώνω, δίνω

(familier) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Polly savait que c'était Tim qui avait dégonflé les pneus du prof, alors elle l'a balancé.
Η Πόλι ήξερε ότι ο Τιμ ήταν εκείνος που τρύπησε τα λάστιχα του αυτοκινήτου της δασκάλας και τον κάρφωσε (or: έδωσε).

λικνίζω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les vagues balançaient le bateau d'avant en arrière.

πετάω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vincent a balancé son vieux vélo et s'en est acheté un nouveau.

πετάω, ξεφορτώνομαι

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tu ne les ranges pas, je balance ces vieilleries à la poubelle.

καρφώνω, δίνω

verbe transitif (familier) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω

verbe intransitif (familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je veux connaître ton avis. Quand tu es prêt, balance (or: envoie).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Γιατί φοβάσαι να μου πεις το μυστικό σου; Άντε ρίχτο!

το σφυρίζω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'employé a décidé de dénoncer son patron pour les transactions illégales.

καρφώνω

(μεταφορικά: κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μη με δώσεις στο δάσκαλο, δεν θα σε ξαναπειράξω!

καρφώνω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω

(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'aime pas la façon dont il a lancé ces brèves excuses.
Δεν μου άρεσε ο τρόπος που πέταξε μια γρήγορη συγγνώμη.

καρφώνω, δίνω

(αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καρφώνω, δίνω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sa belle-sœur l'a dénoncé et il a été arrêté.

πετάω, πετώ, ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le jeune garçon jeta une boule de neige sur son professeur.
Το αγόρι πέταξε μια χιονόμπαλα στον δάσκαλό του.

πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai fait le tri de mes affaires et j'ai jeté tout ce dont je n'avais plus besoin.

πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si j'étais toi, je jetterais ces vieilles chaussures : elles commencent à empester.
Αν ήμουν εσύ, θα πετούσα αυτά τα παλιά παπούτσια. Αρχίζουν να μυρίζουν.

πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je déteste ce vase moche ; on devrait le jeter (or: jeter à la poubelle) je trouve.

ταλαντεύομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'objet décoratif se balançait avec la brise.
Το διακοσμητικό κινούνταν πέρα δώθε με το αεράκι.

τραντάζω, ταρακουνάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les mouvements des rameurs faisaient balancer le bateau.
Οι κινήσεις των κωπηλατών ταρακούνησαν (or: τράνταξαν) τη βάρκα.

απαγχονίζομαι

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναφορά ονόματος διασήμου για εντυπωσιασμό

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δεν δίνω μία, δεν μου καίγεται καρφάκι, δεν δίνω δεκάρα

(un peu familier) (μεταφορικά, καθομ: για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je m'en fiche de ce que tu dis !

δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή

(un peu familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je me fiche complètement des gros titres de la presse à scandale.
Σκασίλα μου για όσα λένε οι παλιοφυλλάδες!

δε δίνω δεκάρα

verbe pronominal (familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La politique ? Je m'en tape !
Ειλικρινά δε δίνω δεκάρα για την πολιτική.

ρίχνω μία μπουνιά

locution verbale (familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après s'être fait insulter par Bob, Paul lui a filé un coup de poing (or: lui a balancé son poing dans la tronche).

αναφέρω ότι έχω γνωρίσει διάσημα πρόσωπα με στόχο να εντυπωσιάσω

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρίχνω δακρυγόνα σε κάποιον

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρίχνω κτ κάτω

Le joueur de tennis a jeté sa raquette par terre avec rage quand il a perdu le match.

καταδίδω

(στην αστυνομία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle savait que son frère avait commis un crime mais elle refusait de le dénoncer.
Ήξερε ότι ο αδερφός της είχε διαπράξει ένα έγκλημα, αλλά αρνήθηκε να τον καταδώσει.

καρφώνω κπ σε κπ

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

καταδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Certains services téléphoniques permettent de dénoncer les dealers de façon anonyme.

ξερνώ κάτι για κάποιον

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jock a balancé à Mary qu'elle était responsable de la situation.

με κρεμάνε

verbe pronominal (familier : pendu)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
S'ils attrapent le meurtrier, il se balancera au bout d'une corde.

ταλαντεύομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les arbres se balançaient dans le vent.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του balancer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του balancer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.