Τι σημαίνει το basic στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης basic στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του basic στο Αγγλικά.

Η λέξη basic στο Αγγλικά σημαίνει βασικός, στοιχειώδης, βασικός, θεμελιώδης, βασικός, τα βασικά, βασικός, βασικός μισθός, βασικές ανέσεις, στοιχειώδης γνώση αγγλικών, αρχικό κόστος, βασικές πληροφορίες, βασικές αρχές, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, βασική θεωρία, βασική εκπαίδευση, βασική εκπαίδευση, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, μη βασικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης basic

βασικός, στοιχειώδης

adjective (rudimentary, primary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has a basic understanding of how a car works.
Έχει μια βασική αντίληψη του πώς λειτουργεί το αυτοκίνητο.

βασικός, θεμελιώδης

adjective (essential, fundamental)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Reading and writing are basic skills.
Η ανάγνωση και η γραφή είναι βασικές ικανότητες.

βασικός

adjective (chemistry: alkaline) (χημεία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The liquid was basic, not acidic.
Το υγρό ήταν βασικό, όχι όξινο.

τα βασικά

plural noun (important principles or supplies)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This guide explains the basics of digital photography.
Αυτός ο οδηγός εξηγεί τα βασικά της ψηφιακής φωτογραφίας.

βασικός

adjective (not luxurious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The accommodation was basic, but at least it was clean.

βασικός μισθός

noun (wages)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We're paid £55 a day as a base rate of pay.

βασικές ανέσεις

noun (usually plural (facility, comfort)

The apartment isn't luxurious, but it has the basic amenities.

στοιχειώδης γνώση αγγλικών

noun (English language: rudimentary)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The French-speaking safari guide learned basic English so he could lead British and American tourists.

αρχικό κόστος

noun (initial cost)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The basic fee to license a car is $75, but if you want a special license plate it costs more.

βασικές πληροφορίες

noun (knowledge: elementary)

The pharmacy will provide you with a printout giving you the basic information on the drug.

βασικές αρχές

plural noun (theory underlying [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I understand the basic principles of electrical wiring, but I still hire an electrician to do the actual work.

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

noun (base level of pay)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although sales reps make a basic salary, most of their money is made on commissions.

βασική θεωρία

noun (elementary concepts)

βασική εκπαίδευση

noun (instruction in basic skills)

The basic training for mental health workers lasts 160 hours.

βασική εκπαίδευση

noun (military: initial training)

In basic training, we learned how to shoot and how to drive a tank.

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

noun (base level of pay)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Minimum wage is the basic wage set by the government.

μη βασικός

adjective (not essential)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του basic στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του basic

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.