Τι σημαίνει το bedding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bedding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bedding στο Αγγλικά.

Η λέξη bedding στο Αγγλικά σημαίνει σεντόνια, υπόστρωμα, βάση, στρωμάτωση, κρεβάτι, κλίνη, κατάλυμα, σημείο να ξεκουραστώ, υπόστρωμα, στρώση, παρτέρι, βυθός, πυθμένας, θεμέλιο, κοιμίζω, βάζω στο κρεβάτι, βάζω για ύπνο, κρεβατώνω, στρώνω, απλώνω, στρώνω πάνω σε κτ, απλώνω πάνω σε κάτι, φυτεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bedding

σεντόνια

noun (sheets, bed linen)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Rooms are equipped with a soft mattress and fresh bedding.

υπόστρωμα

noun (animal litter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rabbit bedding is on sale at the pet supply store.

βάση

noun (foundation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mortar acts as the bedding for the bricks in this wall.

στρωμάτωση

noun (geology: rock layers) (γεωλογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Careful examination of the geological bedding in the area is necessary before drilling.

κρεβάτι

noun (furniture for sleeping)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I will put clean sheets on your bed.
Θα στρώσω καθαρά σεντόνια στο κρεβάτι σου.

κλίνη

noun (patient's cot) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ward has six beds and a view over the hospital grounds.
Ο θάλαμος έχει έξι κρεβάτια και θέα στον εξωτερικό χώρο του νοσοκομείου.

κατάλυμα

noun (lodging)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was looking for a bed for the night.
Έψαχνε ένα μέρος για να κοιμηθεί το βράδυ.

σημείο να ξεκουραστώ

noun (resting place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cat went looking for a bed in the sun.
Η γάτα έψαχνε ένα σημείο να ξεκουραστεί κάτω από τον ήλιο.

υπόστρωμα

noun (road layer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The road was made of tar and stones on a bed of gravel.
Ο δρόμος ήταν φτιαγμένος από πίσσα και πέτρες, πάνω σε ένα υπόστρωμα από χαλίκι.

στρώση

noun (food: layer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The salad was served on a bed of lettuce.

παρτέρι

noun (garden plants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were rose beds around the cottage.

βυθός, πυθμένας

noun (lake, river, ocean bottom) (θάλλασσα, λίμνη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was coral on the bed of the sea.

θεμέλιο

noun (foundation) (αυτό πάνω στο οποίο έχει χτιστεί κάτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The house was built on a bed of solid rock.

κοιμίζω

transitive verb (provide with a bed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The room could bed five people.

βάζω στο κρεβάτι, βάζω για ύπνο

transitive verb (put to bed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The nurse had to bath and bed the children by seven o'clock.

κρεβατώνω

transitive verb (informal (have sex with) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He had bedded countless women.

στρώνω, απλώνω

transitive verb (lay flat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To make the garden path, Lucy bedded the stone tiles into the ground.

στρώνω πάνω σε κτ, απλώνω πάνω σε κάτι

transitive verb (place in a layer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you bed the glasses in straw it will protect them.
Αν στρώσεις τα γυαλιά πάνω σε άχυρο, θα τα προστατεύσει.

φυτεύω

transitive verb (horticulture: plant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is time to bed out the seedlings.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bedding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bedding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.