Τι σημαίνει το brillant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης brillant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brillant στο Γαλλικά.
Η λέξη brillant στο Γαλλικά σημαίνει λαμπερός, φωτεινός, που λάμπει, που γυαλίζει, έξυπνος, ευφυής, πανέξυπνος, λαμπρός, μπριγιάν, λαμπερός, λαμπρός, λαμπερός, γυαλιστερός, πανέξυπνος, ευφυέστατος, γυαλιστερός, γυαλιστερός, λείος, στιλπνός, λαμπερός, λαμπρός, απίθανος, εξαιρετικός, γυαλιστερός, γυαλιστερός, γυαλιστερός, γυαλιστερός, αστραφτερός, στιλπνός, λαμπερός, αστραφτερός, λαμπερός, γυαλιστερός, λαμπερός, λούστρο, αστραφτερός, λαμπερός, περίλαμπρος, φωτεινός, λαμπρότητα, φωτεινότητα, λάμψη, γυαλάδα, λαμπερός, γυαλιστερός, γυαλιστερός, γυαλισμένος, λαμπρός, επιφανής, υψηλής ποιότητας, ανώτερης ποιότητας, λαμποκοπώ, γυαλοκοπώ, λαμπυρίζω, φαίνομαι, πλημμυρισμένος, λάμπω, λάμπω, καίω, λάμπω, λάμπω, λαμποκοπώ, αστράφτω, λαμπυρίζω, αστράφτω, λάμπω, λαμποκοπώ, φεγγοβολώ, λάμπω, αστράφτω, τα πάω περίφημα, λάμπω, αστράφτω, λαμπυρίζω, σπινθηροβολώ, λάμπω, αστράφτω, τρεμοφέγγω, λαμπυρίζω, λάμπω, λαμποκοπώ, λάμπω, ακτινοβολώ, αστράφτω, ανάβω, με κοπή μπριγιάν, διαπρέπων, λιπ γκλος, lip gloss, γυαλιστερή οθόνη, εκθαμβωτικός, φωτογραφία, βάζω λιπ γκλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης brillant
λαμπερός, φωτεινόςadjectif (εκπέμπει φως) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le soleil est vraiment brillant aujourd'hui. Ο ήλιος είναι λαμπερός (or: φωτεινός) σήμερα. |
που λάμπει, που γυαλίζει(cheveux, surface,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rachel a poli la surface de la table jusqu'à ce qu'elle soit brillante (or: lustrée). Η Ρέητσελ γυάλισε το τραπέζι μέχρι που γυάλισε. |
έξυπνος, ευφυήςadjectif (intelligent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cole est un jeune homme particulièrement brillant. Ο Κόουλ είναι ένας πολύ έξυπνος (or: ευφυής) νέος. |
πανέξυπνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) David est un brillant mathématicien. Ο Ντέιβιντ είναι ένας πανέξυπνος μαθηματικός. |
λαμπρός(prometteur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lucy est promise à un brillant avenir. |
μπριγιάν(diamant taillé) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
λαμπερός, λαμπρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le soleil éclatant faisait loucher le bébé. Ο λαμπερός ήλιος έκανε το μωρό να μισοκλείνει τα μάτια του. |
λαμπερός, γυαλιστερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rachel admirait les bijoux brillants dans la vitrine de la boutique. Η Ρέιτσελ κοίταζε τα λαμπερά (or: γυαλιστερά) κοσμήματα στη βιτρίνα του καταστήματος. |
πανέξυπνος, ευφυέστατος(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'idée de Gaby visant à améliorer la présentation du produit était géniale. Η ιδέα της Γκάμπυ να ξαναφτιάξει την έκθεση των προϊόντων ήταν πανέξυπνη. |
γυαλιστερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γυαλιστερός, λείος, στιλπνόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La table avait bénéficié d'une finition brillante qui ne devait pas être donnée. |
λαμπερός, λαμπρός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Helen était connue pour son esprit brillant. Η Χέλεν ήταν γνωστή για το σπινθηροβόλο πνεύμα της. |
απίθανος, εξαιρετικός(idée) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γυαλιστερόςadjectif (fini) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La finition brillante du meuble le rendait trop luisant. |
γυαλιστερόςadjectif (papier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Karen a imprimé la photo sur du papier brillant. |
γυαλιστερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'objet brillant (or: étincelant) que nous avons vu se trouvait être un toit en métal. |
γυαλιστερός, αστραφτερόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La couronne de la princesse était parsemée de joyaux scintillants. |
στιλπνός, λαμπερόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αστραφτερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λαμπερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γυαλιστερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λαμπερός(couleur, lumière) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λούστρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La finition de la nouvelle voiture était d'un lustre éclatant. |
αστραφτερός, λαμπερός, περίλαμπρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φωτεινός(lumière fragile) (με μαλακή λάμψη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λαμπρότητα, φωτεινότητα, λάμψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'éclat du soleil sur l'eau nous a éblouis un instant. Η φωτεινότητα (or: λάμψη) του ήλιου στο νερό μας τύφλωσε για λίγο. |
γυαλάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λαμπερός, γυαλιστερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γυαλιστερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La lumière se reflétait sur la surface polie de la table. Το γυαλιστερό τραπέζι αντανακλούσε το φως. |
γυαλισμένοςlocution adjectivale (surface) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
λαμπρός(figuré : idée) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιφανήςadjectif (doué) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υψηλής ποιότητας, ανώτερης ποιότητας(œuvre) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
λαμποκοπώ, γυαλοκοπώ, λαμπυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Regarde comme son collier brille dans la lumière. |
φαίνομαιverbe intransitif (figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πλημμυρισμένοςverbe intransitif (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les costumes aux couleurs éclatantes faisaient briller la scène. |
λάμπωverbe intransitif (soleil,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le soleil brille fort aujourd'hui. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο ήλιος ακτινοβολεί στον ουρανό. |
λάμπωverbe intransitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Glenn brillait ce soir ; tout le monde était impressionné par son esprit. |
καίωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Une lumière douce brillait à l'horizon. |
λάμπωverbe intransitif (yeux) (από ενθουσιασμό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λάμπω, λαμποκοπώ, αστράφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'immeuble en verre brillait sous le soleil. Το γυάλινο κτίριο έλαμπε στον ήλιο. |
λαμπυρίζω, αστράφτω, λάμπω, λαμποκοπώ, φεγγοβολώverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λάμπω, αστράφτωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le soleil étincelait sur le capot de la voiture. |
τα πάω περίφημα(personne) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle va briller (or: exceller) dans la compétition. Θα τα πάει περίφημα στο διαγωνισμό. |
λάμπω, αστράφτωverbe intransitif (visage) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son visage va briller (or: rayonner) de plaisir quand il ouvrira son cadeau. Το πρόσωπό του θα λάμψει από ενθουσιασμό, όταν ανοίξει το δώρο. |
λαμπυρίζω, σπινθηροβολώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les paillettes sur la robe de Linda brillaient alors qu'elle dansait. |
λάμπω, αστράφτωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le lac brillait au clair de lune. Η λίμνη έλαμπε στο φεγγαρόφωτο. |
τρεμοφέγγω, λαμπυρίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La nuit était claire et les étoiles scintillaient (or: brillaient). Ήταν μια ξάστερη νύχτα και τα αστέρια λαμπύριζαν. |
λάμπω, λαμποκοπώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λάμπω, ακτινοβολώ, αστράφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Τα αστέρια έλαμπαν φωτεινά στον νυχτερινό ουρανό. |
ανάβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il y a eu comme un éclair (or: un flash) dans une pièce à l'étage, puis la maison est retombée dans l'obscurité la plus totale. Ένα φως άναψε στιγμιαία σε ένα δωμάτιο επάνω και μετά το σπίτι επέστρεψε στο απόλυτο σκοτάδι. |
με κοπή μπριγιάν
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το κολιέ ήταν χρυσό με πολλά μπριγιάν. |
διαπρέπων
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Mélanie est une élève brillante qui réussit tous ses examens. |
λιπ γκλος, lip gloss
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Je ne porte pas beaucoup de maquillage, juste de l'anti-cernes et du brillant à lèvres. |
γυαλιστερή οθόνηnom masculin |
εκθαμβωτικός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φωτογραφίαnom féminin (σε γυαλιστερό χαρτί) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) D'imposantes photos de tous les chevaux étaient collées au mur. |
βάζω λιπ γκλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Kate s'est mis du brillant à lèvres (or: du gloss) pour son rendez-vous. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brillant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του brillant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.