Τι σημαίνει το burden στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης burden στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του burden στο Αγγλικά.

Η λέξη burden στο Αγγλικά σημαίνει φορτίο, βάρος, επιβάρυνση, φορτίο, βάρος, φορτίο, φορτώνω, επιβαρύνω κπ με κτ, φορτώνω, υποζύγιο, ευθύνη απόδειξης, φορτώνω χρέη, φορτώνομαι, φορτώνομαι, επιβαρύνομαι, επωμίζομαι το βάρος της αποδείξεως, ανακούφιση από βάρος, απαλλάσσω, φορολογική επιβάρυνση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης burden

φορτίο

noun (load) (κυριολεξία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The donkey can carry a heavy burden.
Ο γάιδαρος μπορεί να μεταφέρει βαριά φορτία.

βάρος

noun (weight)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The burden of his heavy backpack was hard on his knees.
Το βάρος του σακιδίου του ζόριζε τα γόνατά του.

επιβάρυνση

noun (encumbrance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Payments for the two cars are a burden on the family's resources.
Η κάλυψη των εξόδων για τα δύο αυτοκίνητα αποτελεί επιβάρυνση για τα οικονομικά της οικογένειας.

φορτίο

noun (figurative (mental: pressure) (μεταφορικά: πίεση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She has too many emotional burdens to relax properly.
Δεν μπορεί να χαλαρώσει, γιατί κουβαλάει μεγάλο συναισθηματικό φορτίο.

βάρος, φορτίο

noun (mental: responsibility) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Being responsible for the family is a burden to him.
Είναι βάρος (or: φορτίο) γι' αυτόν το ότι είναι υπεύθυνος για την οικογένειά του.

φορτώνω

transitive verb (figurative (add pressure, worry) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I never tell you my worries because I don't want to burden you.
Δε σου λέω ποτέ τις ανησυχίες μου γιατί δε θέλω να σε επιβαρύνω.

επιβαρύνω κπ με κτ

(figurative (impose [sth] troublesome)

Don't burden your mother with your problems.
Μη βαραίνεις (or: φορτώνεις) τη μητέρα σου με τα προβλήματά σου.

φορτώνω

transitive verb (load) (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They burdened the truck with even more weight.
Φόρτωσαν το φορτηγό με ακόμα μεγαλύτερο βάρος.

υποζύγιο

noun (figurative (animal used for heavy work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The water buffalo is the traditional beast of burden in Thailand.

ευθύνη απόδειξης

noun (law: responsibility of accuser)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Under the law of this country, the burden of proof lies with the person making an accusation.

φορτώνω χρέη

transitive verb (cause to owe a lot of money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορτώνομαι

verbal expression (responsibility) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't burden yourself with the practical side of moving house: leave it to the removal men.
Μην φορτωθείς εσύ με το πρακτικό κομμάτι της μετακόμισης. Άφησέ το στη μεταφορική εταιρεία.

φορτώνομαι, επιβαρύνομαι

verbal expression (concerns)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't burden yourself with my insignificant problems.
Μην επιβαρύνεσαι με τα ασήμαντα προβλήματά μου.

επωμίζομαι το βάρος της αποδείξεως

verbal expression (law: present sufficient evidence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is the prosecution that must meet the burden of proof, not a defendant.

ανακούφιση από βάρος

noun (release from [sth] oppressive)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Professional carers can provide relief of burden for people who are looking after someone who is mentally ill.

απαλλάσσω

verbal expression (release from a responsibility) (από βάρος, φορτίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορολογική επιβάρυνση

noun (amount of money payable in taxes)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του burden στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του burden

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.