Τι σημαίνει το cabeza στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cabeza στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cabeza στο ισπανικά.
Η λέξη cabeza στο ισπανικά σημαίνει κεφάλι, ικανότητα, μυαλό, άτομο, πρώτος, κεφαλή, φούσκα, κεφαλή, κεφαλή, ικανότητα, γκλάβα, κούτρα, κεφαλή, κεφάλι, δεν μου κόβει, κορυφή, κεφάλι, κεφάλι, γκλάβα, κεφάλα, κεφαλή, κεφάλι, βολβός, ξερό, κεφάλι, εκρηκτική κεφαλή, κεφαλή σιδηροτροχιάς, στο κεφάλι, ασκεπής, ανεγκέφαλος, κακοσχεδιασμένος, απερίσκεπτος, γκαγκά, βλάκας, χαζός, ηλίθιος, κεφαλικός φόρος, χοντροκέφαλος, κεφαλοκλείδωμα, κατακόρυφο, αρχηγός της οικογένειας, ανησυχία, έννοια, σφύζων πονοκέφαλος, βουτάω, βουτώ, κοπανιέμαι, με μικρή διαφορά, κεφάλι, αυτός που έχει το προβάδισμα, αυτός που προηγείται, κουτουλάω, κουτουλώ, ξεροκέφαλος, αφελής, επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος, καλά στα μυαλά μου, ψύχραιμος, ισχυρογνώμων, με βραχεία κεφαλή, που έχει πονοκέφαλο, που τον πονάει το κεφάλι του, πεισματάρης, ψηλά, πάνω, με το κεφάλι μπροστά, με το κεφάλι, διανοητικά, ψυχολογικά, πνευματικά, κατά κεφαλήν, κατά κεφάλη, πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά, ως το κόκαλο, απ' την κορφή ως τα νύχια, νεύμα, αποδιοπομπαίος τράγος, ντουβάρι, κούτσουρο, τούβλο, ξεχασιάρης, ξεχασιάρα, προγεφύρωμα στην ακτογραμμή, σκίνχεντ, skinhead, βλάκας, μπουμπούνας, κουφιοκέφαλος, που κατηγορείται για έγκλημα που έχει κάνει άλλος, προγεφύρωμα, αγκιστρόδους, Γερμαναράς, κοκορόμυαλος, ελαφρόμυαλος, κουφιοκέφαλος, κοντόμυαλος, πηχτή, ανόητος, χαζός, ψυχραιμία, αφεντικό της οικογένειας, ο κύριος του σπιτιού, ο κύρης του σπιτιού, χτυπηματάκι στο κεφάλι, κάλυμμα κεφαλιού, πυρηνική εκρηκτική κεφαλή, χοντροκέφαλος, που δεν πείθεται εύκολα, αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cabeza
κεφάλιnombre femenino (ανατομία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El cuello conecta la cabeza con el tronco. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ζητούσαν την κεφαλή του επί πίνακι. |
ικανότητα(figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tiene una buena cabeza para la ciencia. |
μυαλό(figurado) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¡Usa la cabeza! Puedes hallar una manera creativa de hacerlo. |
άτομο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La entrada a la discoteca costaba cinco dólares por cabeza. |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Él estaba a la cabeza de su clase en Harvard. |
κεφαλήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La cabeza del hueso entra en la cuenca. |
φούσκαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hizo explotar el grano pinchando la cabeza con una aguja. |
κεφαλήnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La cabeza del martillo está hecha de metal endurecido para que no se deforme. |
κεφαλήnombre femenino (ganado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El granjero vendió su ganado a cincuenta dólares por cabeza. |
ικανότητα(figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Simplemente no tengo mente para los negocios. |
γκλάβα, κούτραnombre femenino (καθομ, ειρωνικό: κεφάλι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κεφαλήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κεφάλιnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) No quiero hacerlo. ¿No se te mete en la cabeza o qué? Δεν θέλω να το κάνω. Δεν μπορείς να το βάλεις μέσα στο ξερό το κεφάλι σου; |
δεν μου κόβει(figurado) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bill es un chico agradable, pero no tiene mucha cabeza. |
κορυφήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Joe está a la cabeza de la liga en los puntajes. |
κεφάλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La luz se reflejaba en la cabeza calva de Steve. |
κεφάλι(informal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Usa el coco, no es complicado. |
γκλάβα, κεφάλα(informal) (ανεπίσημο: κεφάλι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κεφαλή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κεφάλι(coloquial) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βολβός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El ajo es una planta que crece en bulbos. Το σκόρδο είναι ένα φυτό που φυτρώνει σε βολβούς. |
ξερό(coloquial, figurado) (ανεπίσημο) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
κεφάλι(coloquial) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El borracho amenazó con romperle el coco al otro tipo. |
εκρηκτική κεφαλή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κεφαλή σιδηροτροχιάςlocución nominal femenina (ferrocarril) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los ingenieros ajustaron la cabeza del raíl para que las ruedas pudieran circular con suavidad. |
στο κεφάλιlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los doctores lo dejaron en observación en el hospital por la lesión en su cabeza. |
ασκεπής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανεγκέφαλος(χαζός, ηλίθιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κακοσχεδιασμένος, απερίσκεπτος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
γκαγκά(αργκό, προβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
βλάκας, χαζός, ηλίθιος(peyorativo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κεφαλικός φόρος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
χοντροκέφαλος(μτφ, μειωτικό) |
κεφαλοκλείδωμα(voz inglesa) (λαβή στην πάλη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κατακόρυφο(άσκηση γυμναστικής) |
αρχηγός της οικογένειας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ανησυχία, έννοια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σφύζων πονοκέφαλος
|
βουτάω, βουτώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El chico se zambulló desde el acantilado hacia el mar. Το αγόρι βούτηξε στη θάλασσα από την κορυφή του γκρεμού. |
κοπανιέμαι(baile, música) (μτφ: κουνάω απότομα το κεφάλι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A muchos de los fans de la banda les gustaba cabecear en sus conciertos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν ήμουν έφηβος, μου άρεσε να πηγαίνω σε συναυλίες και να κοπανιέμαι στον ρυθμό της μουσικής. |
με μικρή διαφορά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La carrera estaba tan pareja que no tuve idea de quién iba a ganar hasta el minuto final. |
κεφάλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Me pregunto si se pule la coronilla, ¡la tiene siempre tan brillante! Αναρωτιέμαι αν χρησιμοποιεί μπριγιαντίνη για την γκλάβα (or: κούτρα) του. Είναι τόσο γυαλιστερή! |
αυτός που έχει το προβάδισμα, αυτός που προηγείται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουτουλάω, κουτουλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεροκέφαλος(coloquial) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Me temo que mi marido a veces puede ser muy cabeza dura. |
αφελής, επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλά στα μυαλά μουlocución adjetiva (coloquial) (ανεπίσημο: είμαι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es un buen chico pero no creo que esté del todo bien de la cabeza. |
ψύχραιμοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Incluso bajo presión, ella siempre consigue dar respuestas de cabeza fría. Ακόμα και υπό πίεση κατορθώνει πάντα να παραμένει ψύχραιμη. |
ισχυρογνώμωνlocución adjetiva (figurado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es tan cabeza dura que se negó a dar la vuelta aunque sabía que estábamos yendo mal. |
με βραχεία κεφαλήlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Para mí los dos se ubican cabeza a cabeza, ninguno tiene nada que envidiarle al otro. |
που έχει πονοκέφαλο, που τον πονάει το κεφάλι τουlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πεισματάρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ψηλά, πάνω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La multitud miró hacia los aviones que daban vueltas en lo alto. Το πλήθος κοιτούσε ψηλά τα αεροπλάνα που έκαναν κύκλους από πάνω τους. |
με το κεφάλι μπροστάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) El hombre se aventó al agua de cabeza. |
με το κεφάλιlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Max se aventó al agua de cabeza. |
διανοητικά, ψυχολογικά, πνευματικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) De la cabeza está bien, pero tiene muchos problemas médicos. |
κατά κεφαλήνlocución adjetiva (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) En los Estados Unidos, la renta anual por cabeza es de 30,000 dólares. Στις ΗΠΑ το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 30.000 δολάρια. |
κατά κεφάληlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cuando sumamos la cuenta resultaron ser 10 euros por cabeza. |
πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Charles no podría vivir en el extranjero, es inglés de la cabeza a los pies. |
ως το κόκαλο(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es un político al dedillo. |
απ' την κορφή ως τα νύχιαlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Llovía tan fuerte que pronto estuve empapado de la cabeza a los pies. |
νεύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tom le hizo una inclinación de cabeza al público. Ο Τομ χαιρέτησε το κοινό με ένα νεύμα. |
αποδιοπομπαίος τράγος(figurado) (μεταφορικά) El proyecto fracasó y ahora necesitan desesperadamente un chivo expiatorio. Το σχέδιο απέτυχε και τώρα χρειάζονται απεγνωσμένα έναν αποδιοπομπαίο τράγο. |
ντουβάρι, κούτσουρο, τούβλο(informal) (ανόητος ή αμαθής, μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tristan es un cabeza hueca que siempre se tropieza con sus propios pies. |
ξεχασιάρης, ξεχασιάραlocución nominal común en cuanto al género (coloquial) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Greg es un genio de las matemáticas, pero también un cabeza de chorlito. |
προγεφύρωμα στην ακτογραμμή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκίνχεντ, skinhead
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) El cabeza rapada se bajó de la motocicleta y entró en la tienda. |
βλάκας, μπουμπούνας, κουφιοκέφαλος(αργκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El niño que vandalizó la escuela es un cabeza de chorlito. |
που κατηγορείται για έγκλημα που έχει κάνει άλλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) George no cometió el crimen; solo fue el chivo expiatorio. |
προγεφύρωμαlocución nominal femenina (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αγκιστρόδουςlocución nominal femenina (Agkistrodon contortrix) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Γερμαναράςlocución nominal común en cuanto al género (peyorativo) (μειωτικό, ανεπίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κοκορόμυαλος, ελαφρόμυαλος, κουφιοκέφαλος, κοντόμυαλος(coloquial) (χαζός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πηχτήlocución nominal masculina (είδος φαγητού) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
ανόητος, χαζός(καθουμιλουμένη, μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ψυχραιμίαexpresión (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En una emergencia es importante no perder la cabeza y seguir las instrucciones. |
αφεντικό της οικογένειας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Olvídate de papá, ¡mamá es la verdadera cabeza de familia! Ξέχνα τον μπαμπά, η μαμά μου είναι αναμφισβήτητα το αφεντικό! |
ο κύριος του σπιτιού, ο κύρης του σπιτιούlocución nominal común en cuanto al género (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Necesita el consentimiento del cabeza de familia. |
χτυπηματάκι στο κεφάλι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No hay nada que le guste más al perro que una palmada en la cabeza. |
κάλυμμα κεφαλιού
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Debes cubrirte la cabeza para entrar a esta iglesia. |
πυρηνική εκρηκτική κεφαλήlocución nominal femenina (misil) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χοντροκέφαλοςnombre masculino (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που δεν πείθεται εύκολαlocución nominal común en cuanto al género (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Suerte consiguiendo que esté de acuerdo, él es un cabeza dura. |
αυτός που φέρνει λεφτά στο σπίτιlocución nominal común en cuanto al género (anticuado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El marido es el cabeza de familia tradicional. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cabeza στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του cabeza
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.