Τι σημαίνει το calmer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης calmer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του calmer στο Γαλλικά.
Η λέξη calmer στο Γαλλικά σημαίνει ηρεμώ, γαληνεύω, ησυχάζω, καθησυχάζω, ηρεμώ, ταπεινώνω, αποδυναμώνω, εξασθενίζω, ηρεμώ, καλμάρω, μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω, καταπραϋνω, κόβω, ηρεμώ, ησυχάζω, κόβω, ησυχάζω, ηρεμώ, εξομαλύνω, μαλακώνω, κατευνάζω, ανακουφίζω, εξευμενίζω, κατευνάζω, ησυχάζω, καταπραΰνω, μετριάζω, κατευνάζω, κατευνάζω, καταπραϋνω, καθησυχάζω, ηρεμώ, ξενέρωμα, συγκρατώ, μετριάζω, ηρεμώ, κατευνάζω, κατευνάζω, συμφιλιώνω, κατευνάζω, απαλύνω, κατευνάζω, ελαττώνω, κατεβάζω, ρίχνω, βάζω κπ στη θέση του, ανακουφίζω, κάνω κπ να σοβαρέψει, ηρεμώ, καθησυχάζω, ηρεμώ, ηρεμώ τα πνεύματα, σταματώ το παραλήρημα, σβήνω, καταλαγιάζω, χαλαρώνω, χαλαρώνω, περιορίζω, ελαττώνω, λιγοστεύω, ηρεμώ, συνέρχομαι, υποχώρηση, χαλαρώνω, αράζω, χαλαρώνω, ηρεμώ, αποκλιμακώνομαι, ηρεμώ, ηρεμώ, έχω λιγότερη κίνηση, ηρεμώ, γαληνεύω, υποχωρώ, ηρεμώ, αμβλύνομαι, μετριάζομαι, αμβλύνομαι, περιορίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης calmer
ηρεμώ, γαληνεύω, ησυχάζω, καθησυχάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle caressa le cheval nerveux pour le calmer (or: l'apaiser). Ακούμπησε χαϊδευτικά το αγριεμένο άλογο για να το καλμάρει. |
ηρεμώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a donné un biberon au bébé pour le calmer. Έδωσε στο μωρό ένα μπουκάλι για να το ηρεμήσει. |
ταπεινώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipe a été calmée par sa défaite. |
αποδυναμώνω, εξασθενίζωverbe transitif (une douleur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce comprimé va calmer ta douleur. |
ηρεμώverbe transitif (1) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλμάρωverbe transitif (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne trouvais aucune excuse pour calmer le directeur en colère. |
καταπραϋνωverbe transitif (la douleur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mike a besoin de médicaments pour calmer sa douleur. |
κόβωverbe transitif (la faim) (μτφ, πείνα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Samantha mangeait des pêches pour calmer sa faim. |
ηρεμώ, ησυχάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle calma les enfants excités d'un simple regard. |
κόβωverbe transitif (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce pain calmera un peu ta faim. Το ψωμί θα σου κόψει την πείνα για λίγη ώρα. |
ησυχάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le père a calmé son bébé qui était en train de pleurer. |
ηρεμώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le médicament a calmé ses douleurs d'estomac. |
εξομαλύνωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son explication calma la situation avec le client. |
μαλακώνωverbe transitif (μτφ: ηρεμώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle le calma par quelques phrases gentilles. |
κατευνάζω, ανακουφίζω(une personne) (κάποιον ή κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maggie faisait de son mieux pour calmer (or: apaiser) l'enfant en pleurs. Η Μάγκυ έκανε ό,τι μπορούσε για να καθησυχάσει το παιδί που έκλαιγε. |
εξευμενίζω, κατευνάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Justin essaya de calmer le bébé en lui donnant de plus en plus de bonbons. |
ησυχάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταπραΰνω, μετριάζωverbe transitif (la douleur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La pommade a calmé (or: soulagé) la sensation de brûlure de la blessure que Jim avait à la jambe. Η αλοιφή μετρίασε το αίσθημα καύσου στην πληγή στο πόδι του Τζιμ. |
κατευνάζωverbe transitif (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατευνάζω, καταπραϋνω, καθησυχάζω, ηρεμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξενέρωμα(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Travailler 14 heures par jour décourageait Anya. |
συγκρατώ(ses dépenses,...) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετριάζωverbe transitif (une douleur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'aspirine est connue pour soulager les maux de tête légers chez quasiment tout le monde. Η ασπιρίνη αποδεδειγμένα μετριάζει τον ελαφρύ πονοκέφαλο στους περισσότερους ανθρώπους. |
ηρεμώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La nouvelle nounou a calmé l'enfant agité en lui chantant une berceuse. |
κατευνάζω(des craintes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Que pouvons-nous leur dire pour calmer leurs craintes vis-à-vis de l'opération ? |
κατευνάζω, συμφιλιώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατευνάζω, απαλύνωverbe transitif (une douleur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce médicament devrait soulager la douleur pour environ huit heures. |
κατευνάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Que puis-je dire pour calmer ton anxiété au sujet de cette soirée ? |
ελαττώνω, κατεβάζω, ρίχνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avec cette crise économique, nous allons devoir réduire l'activité de notre entreprise. Με την οικονομική κρίση, θα πρέπει να ελαττώσουμε τα επιχειρηματικά μας σχέδια. |
βάζω κπ στη θέση του(figuré) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Frank était un peu prétentieux au début mais le nouveau professeur l'a remis à sa place. Ο Φρανκ ήταν λίγο επιδεικτικός στην αρχή, αλλά ο δάσκαλος τον έβαλε στη θέση του. |
ανακουφίζω(éliminer ou presque) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un bon massage devrait soulager (or: atténuer) vos douleurs musculaires. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μόνο ο χρόνος κατάφερε τελικά να απαλύνει τον πόνο της από την απώλεια του παιδιού της. |
κάνω κπ να σοβαρέψειverbe transitif (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nouvelle de la mort de son ami a refroidi Katherine. |
ηρεμώ, καθησυχάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le dresseur calma le cheval. |
ηρεμώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ηρεμώ τα πνεύματα(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σταματώ το παραλήρημαverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σβήνω, καταλαγιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les cris ont cessé quand la star a commencé à chanter. Οι φωνές καταλάγιασαν όταν ο αστέρας της ροκ ξεκίνησε να τραγουδά. |
χαλαρώνωverbe pronominal (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je te prie de te calmer, tu es trop excité ! |
χαλαρώνω, περιορίζω, ελαττώνω, λιγοστεύω(arrêt complet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'averse a finalement cessé après quatre heures de déluge ininterrompu. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η δυνατή βροχή ελαττώθηκε μετά από τέσσερις ώρες ακατάπαυστης νεροποντής. |
ηρεμώ, συνέρχομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υποχώρησηverbe pronominal (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a plu toute la journée et on ne dirait pas que ça va s'arrêter. |
χαλαρώνω, αράζωlocution verbale (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χαλαρώνω, ηρεμώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Détends-toi ! Je reviens dans une minute. |
αποκλιμακώνομαιverbe pronominal (conflit) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ηρεμώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a fallu du temps à Andy pour qu'il se calme après sa dispute avec son frère. Ο Άντι χρειάστηκε λίγη ώρα για να ηρεμήσει μετά από τον καβγά με τον αδερφό του. |
ηρεμώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pas la peine de se disputer. On ne résoudra rien tant que tu ne seras pas calmé. Δεν υπάρχει λόγος να λογομαχούμε γι' αυτό. Δεν θα βρούμε καμία λύση, αν δεν ηρεμήσεις. |
έχω λιγότερη κίνησηverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les magasins se calment toujours (or: L'activité est plus calme dans les magasins) après le Nouvel An. |
ηρεμώ, γαληνεύωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Arrête de m'interrompre, calme-toi et je continuerai mon explication. Σταμάτα να με διακόπτεις, ηρέμησε και θα συνεχίσω την εξήγησή μου. |
υποχωρώverbe pronominal (colère, sentiments) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sa colère s'est suffisamment calmée pour qu'il puisse profiter de la soirée. |
ηρεμώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon estomac s'est calmé après quelques heures. |
αμβλύνομαιverbe pronominal (devenir moins aigu) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le vacarme provenant de la salle commune s'est atténué (or: s'est calmé). |
μετριάζομαι, αμβλύνομαι, περιορίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του calmer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του calmer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.