Τι σημαίνει το caring στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης caring στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caring στο Αγγλικά.

Η λέξη caring στο Αγγλικά σημαίνει στοργικός, τρυφερός, το να νοιάζομαι για κπ, το να ενδιαφέρομαι για κπ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά, έχω προτίμηση, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφορά, νοιάζομαι, φροντίδα, περιποίηση, νοιάζομαι για κπ, ενδιαφέρομαι για κπ, προσοχή, φροντίδα, έγνοια, έννοια, ανησυχία, ευθύνη, κηδεμονία, έννοια, έγνοια, θέλω, εκτιμώ, φροντίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης caring

στοργικός, τρυφερός

adjective (thoughtful, kind)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is a good father because he is caring.
Είναι καλός πατέρας επειδή είναι στοργικός.

το να νοιάζομαι για κπ, το να ενδιαφέρομαι για κπ

noun (showing concern)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Caring about other people makes you a good neighbour.
Το να νοιάζεσαι για τους άλλους σε κανει καλό γείτονα.

ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι

intransitive verb (be concerned)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you care then you'll donate some money to the cause.
Αν ενδιαφέρεσαι (or: νοιάζεσαι), θα κάνεις μια δωρεά για την ενίσχυση του σκοπού.

με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά

(think is important)

I care about the issue of global warming.
Με ενδιαφέρει (or: με απασχολεί) το θέμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

έχω προτίμηση

intransitive verb (have a preference)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Do you care what color I get?
Έχεις κάποια προτίμηση για το ποιο χρώμα να επιλέξω;

δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφορά

verbal expression (be unconcerned)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
So, what if you're upset? I don't care.
Ε λοιπόν, τι κι αν είσαι αναστατωμένος; Δε με νοιάζει (or: Σκασίλα μου).

νοιάζομαι

intransitive verb (have affection)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Send him an e-mail to let him know you still care.
Στείλε του ένα μήνυμα για να του δείξεις πως τον αγαπάς ακόμα.

φροντίδα, περιποίηση

noun (maintenance) (συντήρηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Old houses look wonderful but they require a lot of care.
Τα παλιά σπίτια είναι πανέμορφα, αλλά χρειάζονται πολλή φροντίδα (or: περιποίηση).

νοιάζομαι για κπ

(feel affection)

Of course I want to spend more time with you. I care about you.
Φυσικά και θέλω να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί σου. Νοιάζομαι για σένα.

ενδιαφέρομαι για κπ

(have romantic feelings for)

Juliana still cares for Simon after all these years.
Η Τζουλιάνα, μετά από τόσα χρόνια, ακόμα ενδιαφέρεται για τον Σάιμον.

προσοχή

noun (caution)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Handle with care.
Χειριστείτε με προσοχή.

φροντίδα

noun (supervision)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He's been ill and has received a lot of medical care.
Ήταν άρρωστος και δέχτηκε πολλή ιατρική φροντίδα.

έγνοια, έννοια

noun (worry) (ανησυχία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She doesn't have a care in the world.
Δεν έχει την παραμικρή έγνοια (or: έννοια).

ανησυχία

noun (uncountable (anxiety)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His face was sad and full of care.

ευθύνη

noun (responsibility)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The uncle had care of the children when their parents were ill.

κηδεμονία

noun (custody) (για ανηλίκους)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The children were taken into care.

έννοια, έγνοια

noun (object of concern)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The car is my care. You don't need to worry about fixing it.

θέλω

verbal expression (be inclined) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't really care to play golf today.
Δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση να παίξω γκολφ σήμερα.

εκτιμώ

(like, approve of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Even though they are no longer together, Sarah still cares for her ex-husband as a friend.

φροντίζω

(take care of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you care for me in my old age?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caring στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του caring

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.