Τι σημαίνει το castanho στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης castanho στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του castanho στο πορτογαλικά.

Η λέξη castanho στο πορτογαλικά σημαίνει καστανό, καφέ, καφετί, καστανό, σκούρο καφέ, καστανός, σκούρος καφέ, ξύλο φουντουκιάς, καστανοπράσινος, μαονί, μαόνι, καστανός, καστανοκόκκινος, με χαλκοκόκκινα μαλλιά, maroon, κοκκινωπό, ανοιχτό καφέ, σε χρώμα maroon, σε maroon, κοκκινωπός, καστανοκόκκινος, καστανοκόκκινος, ανοιχτός καφέ, ανοιχτό καφέ, ανοιχτός καφέ, ανοιχτός καφέ, σάπιο μήλο, καστανοκόκκινα μαλλιά, καφέ ζώνη, καστανοκόκκινο, καφέ ζώνη, ανοιχτό καφέ, κιτρινόφαιος, καστανοκόκκινος, καστανόχρωμος, κιτρινόφαιο χρώμα, φαιοκίτρινο χρώμα, μπεζ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης castanho

καστανό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu gosto das botas, mas eu quero em castanho, não cinza.
Μου αρέσουν οι μπότες, αλλά τις θέλω σε καστανό, και όχι σε γκρι.

καφέ, καφετί

(χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jane mora na casa marrom.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ερωτεύτηκε μια κοπέλα με καφέ (or: καστανά) μαλλιά και μάτια.

καστανό

substantivo masculino (cor vermelho-marrom) (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκούρο καφέ

substantivo masculino (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καστανός

adjetivo (de cor vermelho-marrom) (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O cavalo castanho correu como o vento.

σκούρος καφέ

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξύλο φουντουκιάς

substantivo masculino (madeira)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A caixa de madeira era feita de castanho.
Το ξύλινο κουτί ήταν φτιαγμένο από ξύλο φουντουκιάς.

καστανοπράσινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os olhos de Kelsey são castanhos claros, mas todos em sua família têm olhos azuis ou castanhos.
Τα μάτια της Κέσλεϋ είναι καστανοπράσινα, αλλά όλοι οι υπόλοιποι στην οικογένειά της έχουν μπλε ή καστανά μάτια.

μαονί

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο Λάρι έβαψε το φυσικό ξύλο με ένα καστανέρυθρο χρώμα.

καστανός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καστανοκόκκινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με χαλκοκόκκινα μαλλιά

(pessoa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

maroon

(cor) (κατά λέξη: μόδα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tom foi à loja para comprar mais bordô para finalizar a pintura da parede.
Ο Τομ πήγε στο κατάστημα για να αγοράσει ακόμη λίγο βυσσινί για να τελειώσει το βάψιμο του τοίχου.

κοκκινωπό

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανοιχτό καφέ

A antiga bolsa de couro tinha um tom castanho-claro desbotado.
Η παλιά δερμάτινη τσάντα ξεθώριασε και τώρα έχει χρώμα ανοιχτό καφέ.

σε χρώμα maroon, σε maroon

(cor) (κατά λέξη: μόδα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A avó do Sérgio sempre dava um suéter grená para ele no Natal.
Η γιαγιά του Σων πάντα του χάριζε ένα μπορντό πουλόβερ για τα Χριστούγεννα.

κοκκινωπός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καστανοκόκκινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καστανοκόκκινος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοιχτός καφέ

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A polícia descreveu o agressor como alguém alto e com cabelo castanho-claro.
Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, το άτομο που έκανε την επίθεση είναι ψηλό με κοντά μαλλιά ανοικτού καστανού χρώματος.

ανοιχτό καφέ

(BRA, cor: marrom claro)

ανοιχτός καφέ

(BRA, cor)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
O homem estava usando calças marrom-claro.
Ο άντρας φορούσε ανοιχτό καφέ παντελόνι.

ανοιχτός καφέ

(BRA, de cor marrom claro)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σάπιο μήλο

substantivo masculino (cor roxo-marrom, vermelho-marrom)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καστανοκόκκινα μαλλιά

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

καφέ ζώνη

(BRA) (κατάταξη καράτε)

καστανοκόκκινο

substantivo masculino (vermelho claro amarronzado)

καφέ ζώνη

Στη θέση σου δεν θα τα έβαζα μαζί της, έχει καφέ ζώνη.

ανοιχτό καφέ

substantivo masculino (cor: marrom claro)

Rick gostava da jaqueta, mas a teria preferido em caramelo.
Στον Ρικ άρεσε το μπουφάν, αλλά θα το προτιμούσε σε ταμπά.

κιτρινόφαιος

adjetivo (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Um suéter castanho claro ficaria bem com essa blusa.

καστανοκόκκινος, καστανόχρωμος

(cavalo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κιτρινόφαιο χρώμα, φαιοκίτρινο χρώμα

substantivo masculino

μπεζ

(BRA)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του castanho στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.