Τι σημαίνει το contento στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης contento στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contento στο ισπανικά.
Η λέξη contento στο ισπανικά σημαίνει ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, χαρούμενος, κεφάτος, καλοδιάθετος, διασκεδάζω, χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, χαρούμενος, ευχαριστημένος, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, χαρούμενος, χαρούμενος, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, χαίρομαι, ενθουσιάζομαι, τρελαίνομαι, χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος, χαρούμενος, πανευτυχής, ευτυχής, περιχαρής, χαρωπός, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, ικανοποίηση, ευχαρίστηση, χαρά, αγαλλίαση, ευθυμία, ευθυμία, χαρούμενος, είμαι ευχαριστημένος με κτ/κπ, είμαι ικανοποιημένος με κτ/κπ, ευχαρίστηση, χαρά, εύθυμος, ικανοποίηση, καλοδιάθετος, καλοπροαίρετος, ικανοποίησης, ευχαρίστησης, ευθυμώ, κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, ικανοποιημένος με τον εαυτό μου, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, ικανοποιημένος, χαρούμενος, είμαι χαρούμενος, χαίρομαι, χαρούμενος για κτ, μπράβο, συγχαρητήρια, χαροποιώ κάποιον, ευχαριστημένος με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης contento
ευχαριστημένος, ικανοποιημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi hermano pequeño estaba contento cuando abrió su regalo de cumpleaños. |
χαρούμενος, κεφάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los alumnos se pusieron contentos cuando se enteraron que se cancelaron las clases debido a la tormenta de nieve. |
καλοδιάθετοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hace mucho que no la veo a Jenny contenta. Πάει καιρός από τότε που είδα τη Τζένη καλοδιάθετη. Παρά την απόλυσή του, είναι καλοδιάθετος. |
διασκεδάζωadjetivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estoy contento de que estés usando el gorro que te regalé. |
χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El gato estaba hecho un ovillo junto al fuego y se veía contento. Η γάτα ήταν κουλουριασμένη δίπλα στη φωτιά, δείχνοντας ευτυχισμένη. |
ευχαριστημένος, ικανοποιημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
χαρούμενος, ευχαριστημένοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) ¿Conseguiste el trabajo? Apuesto a que tus padres están contentos. Πήρες τη δουλειά; Πάω στοίχημα ότι οι γονείς σου είναι ευχαριστημένοι. |
χαρούμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαρούμενοςadjetivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Estoy contento de saber que vendrás. Χαίρομαι που θα έρθετε. |
ικανοποιημένος, ευχαριστημένοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαίρομαι, ενθουσιάζομαι, τρελαίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eduardo estaba encantado de ver a su viejo amigo. Είμαι ενθουσιασμένος με το δώρο που μου πήρες. |
χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jen siempre está alegre. Η Τζεν έχει πάντα πρόσχαρη διάθεση. |
χαρούμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Todos estaban alegres con la noticia. Όλοι χάρηκαν (or: καταχάρηκαν) με τα νέα. |
πανευτυχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rachel estaba encantada con el nacimiento de su hijo. |
ευτυχής, περιχαρής, χαρωπός(χαρούμενος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ικανοποιημένος, ευχαριστημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La torta era tan pesada, que con dos bocados Kay estaba satisfecha. |
ικανοποίηση, ευχαρίστηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El gato se echó con alegría bajo el sol. |
χαρά, αγαλλίαση, ευθυμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pequeña niña aplaudió con regocijo cuando vio al poni. |
ευθυμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαρούμενος(που κάνω κτ, που συμβαίνει κτ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ella quedó conforme cuando oyó de su promoción. Χάρηκε όταν έμαθε για την προαγωγή του. |
είμαι ευχαριστημένος με κτ/κπ, είμαι ικανοποιημένος με κτ/κπ
El jefe estaba satisfecho con el trabajo de Natalie. Το αφεντικό ήταν ικανοποιημένο από τη δουλειά της Ναταλί. |
ευχαρίστηση, χαρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su satisfacción por el éxito de sus hijos era evidente. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η ευχαρίστησή του για την επιτυχία των παιδιών του ήταν εμφανής. |
εύθυμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stan hizo una broma feliz en la fiesta. |
ικανοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλοδιάθετος, καλοπροαίρετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ικανοποίησης, ευχαρίστησης(σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Rachel terminó de comer y se inclinó en la silla con una sonrisa de satisfacción. Η Ρέιτσελ τελείωσε το γεύμα της και έγειρε στην καρέκλα της με ένα χαμόγελο ικανοποίησης (or: ευχαρίστησης). |
ευθυμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La Sra. Mills se alegró cuando sirvieron el té y la torta. Η κυρία Μιλς ευθύμησε όταν σερβιρίστηκε τσάι και κέικ. |
κατευχαριστημένος, ικανοποιημένοςexpresión (formal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estaba más contento que unas pascuas cuando encontré mis zapatos. |
ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, ικανοποιημένος με τον εαυτό μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estaba muy contenta con ella misma cuando pasó su prueba de manejo a la primera. |
είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένοςlocución interjectiva (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estoy contento de pasar las vacaciones con mi familia este año. |
ικανοποιημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Rob estaba contento con sus notas en la tarea. |
χαρούμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estoy contento de que vinieras. Χαίρομαι που ήρθες. |
είμαι χαρούμενος
|
χαίρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χαρούμενος για κτ
Estoy feliz con muchas cosas de mi vida. |
μπράβο, συγχαρητήριαlocución verbal (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Puedes estar contento de tus éxitos, nadie hubiera llegado tan lejos como tu lo has hecho. |
χαροποιώ κάποιονlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ευχαριστημένος με κτ
Emily no estaba feliz con los cambios en su trabajo. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contento στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του contento
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.