Τι σημαίνει το crazy στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης crazy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crazy στο Αγγλικά.
Η λέξη crazy στο Αγγλικά σημαίνει τρελός, τρελός, τρελός, τρελός για κπ, τρελαμένος με κτ, πωρωμένος με κτ, κολλημένος με κτ, έξω φρενών, τρελός, παράξενος, απίστευτος, απίθανος, τρελαίνομαι, παλαβώνω, τρελαίνομαι, τρελαίνομαι, τρελό μυρμήγκι, τρελαίνω, τρελαίνω, τρελαίνω, ωλένιο νεύρο, πάρα πολύ, τρελά, έντονα, νευρικός, δουλεύω σαν τρελός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης crazy
τρελόςadjective (informal (person: insane) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There was a crazy man on the metro today. Ήταν ένας τρελός άντρας σήμερα στο μετρό. |
τρελόςadjective (informal (act: foolish) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My mum thinks that skydiving is crazy. Η μητέρα μου λέει πως είναι σκέτη τρέλα (or: ανοησία) να κάνεις ελεύθερη πτώση. |
τρελόςadjective (informal (idea: absurd) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That's absolutely crazy - she will never marry a man like him! Αυτό είναι τρελό, ποτέ δεν θα παντρευτεί έναν άντρα σαν κι αυτόν! |
τρελός για κπ(slang (infatuated) (μεταροφικά) She thinks about him all the time because she is crazy for him. Τον σκέφτεται όλη την ώρα γιατί είναι τρελή γι' αυτόν. |
τρελαμένος με κτ, πωρωμένος με κτ, κολλημένος με κτ(slang (enthusiastic) (αργκό) My youngest boy's just crazy about basketball. Ο μικρότερος γιος μου είναι τρελαμένος (or: πωρωμένος) με το μπάσκετ. |
έξω φρενώνadjective (slang (person: frustrated) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Waiting in lines makes me crazy. Η αναμονή στην ουρά μου σπάει τα νεύρα (or: μου τη δίνει). |
τρελός, παράξενοςadjective (slang (bizarre) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She always wears such crazy, colourful clothes. Εκείνη πάντα φοράει κάτι παράξενα χρωματιστά ρούχα. |
απίστευτος, απίθανοςadjective (slang (wonderful) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oh, you are such a lovely, crazy woman! |
τρελαίνομαι, παλαβώνωphrasal verb, intransitive (slang (lose sanity) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I think I'm going crazy: this morning I found my running shoes in the refrigerator. |
τρελαίνομαιphrasal verb, intransitive (slang (show great enthusiasm) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They scored a winning goal at the last possible moment and the fans went crazy. |
τρελαίνομαιphrasal verb, intransitive (slang (do [sth] with abandon) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρελό μυρμήγκιnoun (variety of insect) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρελαίνωverbal expression (informal (make insane) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρελαίνωverbal expression (slang (annoy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That hip-hop music just drives me crazy! |
τρελαίνωverbal expression (slang (arouse sexually) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The way you kiss drives me crazy. |
ωλένιο νεύροnoun (informal (anatomy: ulnar nerve) (Ανατομία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I accidentally banged my funny bone and my arm still tingles. Χτύπησα κατά λάθος το ωλένιο νεύρο και το χέρι μου ακόμη τρέμει. |
πάρα πολύ, τρελά, έντοναexpression (informal (intensively) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I've been working like crazy all day - I need a beer! |
νευρικόςadjective (figurative, slang (restless, bored) (λόγω εγκλεισμού) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δουλεύω σαν τρελόςverbal expression (slang (work extremely hard) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We've worked like crazy to beat that nearly-impossible deadline you set. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crazy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του crazy
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.