Τι σημαίνει το dance στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dance στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dance στο Αγγλικά.

Η λέξη dance στο Αγγλικά σημαίνει χορεύω, χορός, χορός, χορός, χορός, κομμάτι, χορός, χορεύω, χορεύω, χορός, χορεύω, χορός, χορεύω, χορός της κοιλιάς, χορεύω χορό της κοιλιάς, χορεύω τσιφτετέλι, Μπρέικ Ντανς, Μπρέικντανς, διαγωνισμός χορού, πίστα, στυλ χορού, κέντρο διασκέδασης, κέντρο διασκέδασης, δάσκαλος χορού, δασκάλα χορού, μάθημα χορού, φιγούρα, χορευτική μουσική, χορευτική μουσική, χορευτικό νούμερο, χορός του θανάτου, χορός του θανάτου, χορογραφία, χορευτικό βήμα, αίθουσα χορού, δάσκαλος χορού, δασκάλα χορού, χορεύω όλη τη νύχτα, χορεύω όλη νύχτα, χορεύω ως το ξημέρωμα, παρτνέρ, παραδοσιακός χορός, ιρλανδικός χορός με κλακέτες, lap dance, κάνω lap dance, είδος χορού, κάνω ντόρο για κτ, χαλάω τον κόσμο για κτ, μοντέρνος χορός, κάνω pole dancing, pole dancing, Πυρρίχιος, χορός της βροχής, πολύ κακό για το τίποτα, είδος αμερικανικού χορού στον οποίο τέσσερα ζευγάρια χορεύουν αντικριστά, ο χορός του ήλιου, χορός με κλακέτες, χορεύω με κλακέτες, -. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dance

χορεύω

intransitive verb (move rhythmically)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She danced to the music.
Χόρεψε στον ρυθμό της μουσικής.

χορός

noun (act of dancing)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I like dance almost as much as playing tennis.

χορός

noun (set steps)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This dance is easy to learn. There are very few steps.

χορός

noun (as an art form)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Classical dance is nothing like folk dancing.

χορός

noun (ball, gathering)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He took his girlfriend to the dance.

κομμάτι

noun (piece of music) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This dance by Stravinsky is a favourite piece of music.

χορός

noun (movement in various directions) (μεταφορικά, λόγιος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Have you seen the dance of the butterflies?

χορεύω

intransitive verb (move randomly) (μεταφορικά, λόγιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dust particle danced in the air.

χορεύω

transitive verb (perform)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He danced the ballet for the audience.

χορός

noun (old-fashioned dance style)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The waltz, the minuet, and the fox trot are all ballroom dances.

χορεύω

intransitive verb (dance old-fashioned style)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Joe and Marge ballroom dance every week at the club.

χορός

noun (square dancing event)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The town puts on a barn dance every summer, with a community picnic and a bake sale.

χορεύω

intransitive verb (do square dancing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let's go barn dance.

χορός της κοιλιάς

noun (sensual dancing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The girl performed a belly dance.

χορεύω χορό της κοιλιάς, χορεύω τσιφτετέλι

intransitive verb (perform sensual dancing)

I think I'll learn to belly dance; it's a great form of exercise as well as being sexy!

Μπρέικ Ντανς, Μπρέικντανς

noun (street dancing style)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

διαγωνισμός χορού

noun (dancing competition)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Dancing with the Stars is the modern day version of a dance contest.

πίστα

noun (area of a venue intended for dancing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dance floor was so crowded we couldn't make a move without bumping into another couple.

στυλ χορού

noun (style of dancing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Different types of music call for different dance forms.

κέντρο διασκέδασης

noun (venue where dances are held)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My mother and father used to go to dance halls in the 1950s.

κέντρο διασκέδασης

noun (US (venue where dances are held)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δάσκαλος χορού, δασκάλα χορού

noun ([sb] who teaches dancing)

My dance instructor taught us the basic pirouette, today.

μάθημα χορού

noun (session of instruction in dancing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've been taking dance lessons for four months now, and I've lost 15 pounds.

φιγούρα

noun (movement or step in dancing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hip-hop dance style has taken some of their dance moves from belly dance.

χορευτική μουσική

noun (fast-paced electronic pop music)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I quite like so-called dance music, though I never actually dance to it.

χορευτική μουσική

noun (rhythmic music for social dancing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some trendy restaurants play dance music in the background.

χορευτικό νούμερο

noun (performance of a dance)

The girls were performing a dance number on the stage.

χορός του θανάτου

noun (symbolic dance)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χορός του θανάτου

noun (art theme)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χορογραφία

noun (sequence of steps in a dance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In my class, we are learning two new dance routines.

χορευτικό βήμα

noun (foot movement: part of a dance)

αίθουσα χορού

noun (venue for dance classes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The gymnasium has a pool and a dance studio.

δάσκαλος χορού, δασκάλα χορού

noun (dancing instructor)

My dance teacher danced professionally for twenty years before she started teaching.

χορεύω όλη τη νύχτα, χορεύω όλη νύχτα, χορεύω ως το ξημέρωμα

verbal expression (figurative, informal (spend the evening dancing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sometimes when you feel really good, you just want to dance the night away.

παρτνέρ

noun ([sb]: dances with [sb] else)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παραδοσιακός χορός

noun (traditional local form of dancing)

ιρλανδικός χορός με κλακέτες

noun (traditional dance from Ireland)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

lap dance

noun (type of erotic dance at close quarters)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κάνω lap dance

intransitive verb (perform a type of erotic dance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είδος χορού

noun (type of dance)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάνω ντόρο για κτ, χαλάω τον κόσμο για κτ

verbal expression (informal, figurative (make a fuss)

Stop making such a song and dance about it! It's not that big a deal.

μοντέρνος χορός

noun (20th-century interpretative dance style)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάνω pole dancing

intransitive verb (dance erotically around pole)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

pole dancing

noun (dance performed round a pole)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Πυρρίχιος

noun (historical (Greek war victory dance)

χορός της βροχής

noun (dance to encourage rainfall)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολύ κακό για το τίποτα

noun (informal, figurative (fuss)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What a song and dance! It's only a dental checkup!

είδος αμερικανικού χορού στον οποίο τέσσερα ζευγάρια χορεύουν αντικριστά

noun (hoedown, barn dance)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ο χορός του ήλιου

noun (Native American religious dance)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χορός με κλακέτες

noun (dance performed with clicking shoes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He jumped up on the table and did a tap dance.

χορεύω με κλακέτες

intransitive verb (dance with clicking shoes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My daughter learned to tap dance at school.

-

noun (dance developed for hip hop and funk music) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dance στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dance

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.