Τι σημαίνει το débarrasser στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης débarrasser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του débarrasser στο Γαλλικά.
Η λέξη débarrasser στο Γαλλικά σημαίνει καθαρίζω, αδειάζω, καθαρίζω, καθαρίζω κτ, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ξεφορτώνομαι, απαλάσσω, καθαρίζω τραπέζια, απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ, καθαρίζω, μαζεύω, μαζεύω κτ από κτ, μετακινώ, μαζεύω τα πιάτα, πετάω, πετώ, απομακρύνω, ξεφορτώνομαι,απορρίπτω, πετάω, ξεφορτώνομαι, διώχνω, αδειάζω τη γωνιά, απομακρύνω, εκπαραθυρώνω, εκκαθάριση, τελειώνω με κτ, πετάω, γιατρεύομαι από κτ, ξεφορτώνομαι, ξεφορτώνομαι, τελειώνω κάτι, πετάω, ξεφορτώνομαι, γδύνω, γυμνώνω, ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από, κρατάω, φυλάω, διατηρώ, απαλλάσσω κπ/κτ από κτ/κπ, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ/κπ, απομακρύνω, απορρίπτω,εγκαταλείπω,παρατάω, ξεφορτώνομαι, τη φέρνω σε κπ, ξεμπερδεύω με κτ, τη φέρνω σε κπ, ξεφορτώνομαι, ξεφορτώνομαι, πετάω, αφαιρώ τους κοριούς, καθαρίζω, καθαρίζω, τρώω, καταπολεμώ, ξεφορτώνομαι,απορρίπτω, πετάω, κάνω περίπατο για να κάψω κτ, χαιρετώ, γνέφω, ξεφορτώνομαι, απελευθερώνω, ξεφορτώνομαι, ακυρώνω, ξεφορτώνομαι, απαλλάσσω κπ από κτ, δίνω, χαρίζω, καθαρίζω κτ, ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από, απομακρύνω, βγάζω, καταργώ, μέχρι να περάσει, προσπερνώ, ξεφορτώνομαι, πετάω, απορρίπτω, παρατάω, ξεφορτώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης débarrasser
καθαρίζω(un espace, un terrain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous allons déblayer le terrain, plus planter de nouveau l'herbe. Θα αποψιλώσουμε τη γη και μετά θα φυτέψουμε νέο χορτάρι. |
αδειάζω, καθαρίζω(des personnes) (προφορικό: ένα μέρος από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a dispersé les badauds dans la rue. Η αστυνομία απομάκρυνε τους περίεργους από τον δρόμο. |
καθαρίζω κτverbe transitif (από άχρηστα αντικείμενα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu débarrasses la table de la salle à manger, tu peux jouer aux cartes dessus. Αν καθαρίσεις το τραπέζι όπου φάγαμε, θα μπορέσουμε να παίξουμε χαρτιά. |
καθαρίζωverbe transitif (la table) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est à Don de débarrasser la table. |
ξεκαθαρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mike a débarrassé les papiers de son bureau. Ο Μάικ ξεκαθάρισε τα χαρτιά που ήταν πάνω στο γραφείο του. |
ξεκαθαρίζω, ξεφορτώνομαιverbe transitif (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai débarrassé tous les anciens jouets des enfants et je les ai donnés à une association. Ξεκαθάρισα όλα τα παλιά παιχνίδια των παιδιών και τα έδωσα σε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα. |
απαλάσσωverbe transitif (d'un fardeau) (από βάρος, ευθύνες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθαρίζω τραπέζιαverbe transitif (restaurant : des tables) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθαρίζω, μαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω κτ από κτverbe transitif Le serveur est arrivé et a enlevé (or: débarrassé) les assiettes de la table. Ο σερβιτόρος ήρθε και μάζεψε τα πιάτα απ' το τραπέζι. |
μετακινώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω τα πιάταverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je servirai le dîner, et tu débarrasseras quand ils auront terminé de manger. |
πετάω, πετώ(στα σκουπίδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a jeté de vieux habits. Πετάξαμε κάποια παλιά ρούχα. |
απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pourquoi ne pas éliminer les artistes médiocres en rehaussant les critères de performance ? Γιατί δεν απομακρύνεις όσους έχουν κακές επιδόσεις ανεβάζοντας τα απαιτούμενα επίπεδα απόδοσης; |
ξεφορτώνομαι,απορρίπτω, πετάω(serpent : la peau durant la mue) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ξεφορτώθηκα τα νεκρά κύτταρα με μια βούρτσα για το δέρμα. |
ξεφορτώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διώχνω(figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αδειάζω τη γωνιά(familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le petit frère de Josie l'agaçait, alors elle lui a dit de dégager. Ο μικρός αδερφός της Τζόσι την εκνεύριζε. Γι' αυτό του είπε να της αδειάζει τη γωνιά. |
απομακρύνω(επίσημο, ευφημισμός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η εταιρεία απομάκρυνε αρκετούς υπαλλήλους μετά τα πρόσφατα οικονομικά της προβλήματα. |
εκπαραθυρώνω(familier) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκκαθάριση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τελειώνω με κτ
Mieux vaut en finir maintenant plutôt que de laisser ça pour la dernière minute. |
πετάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut que tu te débarrasses de ce pantalon : tu ne le portes plus jamais. Πρέπει να πετάξεις αυτό το παντελόνι, δεν το φοράς πια. |
γιατρεύομαι από κτ(μεταφορικά) |
ξεφορτώνομαι(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τελειώνω κάτι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après l'enterrement, nous avions plein d'affaires dont nous avons dû nous débarrasser. Μετά την κηδεία έχουμε να πετάξουμε ένα κάρο πράγματα από το σπίτι. |
γδύνω, γυμνώνω(soutenu) (από ρούχα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puis-je vous débarrasser de votre veste ? |
ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από(αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Προκειμένου να βελτιώσουμε την ποιότητα του γάλακτος μας θέλουμε να απαλλαγούμε από τη χρήση αντιβιοτικών στις αγελάδες μας. |
κρατάω, φυλάω, διατηρώ(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ces livres n'ont aucune valeur mais je n'arrive pas à m'en débarrasser parce qu'ils me rappellent mon enfance. |
απαλλάσσω κπ/κτ από κτ/κπ, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ/κπ
Henry était un homme très ordonné et quand il a emménagé, il a débarrassé la maison d'Amanda de tout son fourbi. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Χένρι ήταν άνθρωπος της τάξης και όταν μετακόμισε, ξεφορτώθηκε την ακαταστασία από το σπίτι της Αμάντα. |
απομακρύνω(un objet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απορρίπτω,εγκαταλείπω,παρατάω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle utilise les gens et se débarrasse d'eux quand ils ne lui apportent plus rien. |
ξεφορτώνομαιverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'arrive pas à me libérer de cette dépression. // Elle a réussi à se libérer de ses doutes. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δε μπορώ να ξεφορτωθώ την κατάθλιψη που νιώθω. Κατάφερε να ξεφορτωθεί τις αμφιβολίες της. |
τη φέρνω σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La représentante de commerce m'a offert un remboursement partiel, mais je voyais bien qu'elle essayait juste de se débarrasser de moi. Ο πωλητής προσπάθησε μου πρόσφερε μερική επιστροφή χρημάτων αλλά ήταν εμφανές πως προσπαθούσε να μου τη φέρει. |
ξεμπερδεύω με κτ
Débarrassons-nous du nettoyage : après nous pourrons nous amuser |
τη φέρνω σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Frank essaie toujours de se débarrasser de moi avec des excuses. Ο Φρανκ προσπαθεί πάντα να μου τη φέρει με τις δικαιολογίες του. |
ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont essayé de se débarrasser des preuves en jetant la drogue dans les toilettes. Προσπάθησαν να ξεφορτωθούν τα αποδεικτικά στοιχεία ρίχνοντας τα ναρκωτικά στη τουαλέτα. |
πετάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφαιρώ τους κοριούς
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) À l'issue de l'opération, la CIA débarrassa la pièce des micros cachés. |
καθαρίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le nouveau dirigeant a promis d'éradiquer (or: d'éliminer) la corruption du pays. |
καθαρίζω, τρώω(figuré : tuer) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il était devenu gênant pour notre gang et nous savions que tôt ou tard, nous devrions nous débarrasser de lui (or: l'éliminer). Ήταν εμπόδιο για τη συμμορία και ξέραμε πως αργά η γρήγορα θα έπρεπε να τον καθαρίσουμε. |
καταπολεμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On ne va pas éradiquer les mauvaises influences en mettant fin à la libre circulation d'informations. Δεν θα ξεριζώσουμε όλες τις κακές επιρροές με το να σταματήσουμε την ελεύθερη ροή των πληροφοριών. |
ξεφορτώνομαι,απορρίπτω, πετάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω περίπατο για να κάψω κτ(μτφ: λίπος, θερμίδες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έφαγα ένα βαρύ μεσημεριανό οπότε υποθέτω ότι θα είναι καλύτερα να πάω έναν περίπατο για να το κάψω. |
χαιρετώ, γνέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεφορτώνομαι(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'essaie de trouver un moyen de me débarrasser de lui. Προσπαθώ να βρω τρόπο να τον ξεφορτωθώ. |
απελευθερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Débarrassé de mes obligations, j'ai profité d'une semaine à la plage. |
ξεφορτώνομαι(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακυρώνω(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'arrive pas à me débarrasser de ce rhume. Απλά δεν μπορώ να ξεφορτωθώ αυτό το κρύωμα. |
απαλλάσσω κπ από κτ
Tim croit que confesser ses péchés le débarrassera de sa culpabilité. Ο Τιμ πιστεύει πως η εξομολόγηση των αμαρτιών του τον απαλλάσσει από την ενοχή. |
δίνω, χαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Άνταμ χάρισε όλα τα εγκόσμια αγαθά του πριν μπει στο μοναστήρι. |
καθαρίζω κτ(άχρηστα αντικείμενα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devons débarrasser tout le bazar du grenier. Πρέπει να καθαρίσουμε τη σοφίτα από όλη αυτή τη σαβούρα. |
ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pour passer de bonnes vacances, le secret est de se débarrasser de ses problèmes et ses soucis. Το μυστικό για να κάνεις υπέροχες διακοπές είναι να απαλλαχθείς από έννοιες και ανησυχίες. |
απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devons nous débarrasser des employés les moins performants de l'entreprise. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να απομακρύνουμε από την εταιρεία όσους δεν έχουν καλή απόδοση. |
βγάζω(vêtements) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Laisse-moi enlever ce smoking. Κάτσε να βγάλω το κουστούμι της μαϊμούς. |
καταργώ(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μέχρι να περάσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il s'est débarrassé de la douleur en marchant puis est retourné jouer. Elle est allée se coucher pour se débarrasser de son mal de tête. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Περπάτησε μέχρι να περάσει ο πόνος στο πόδι του κια ξαναμπήκε στον αγώνα. |
προσπερνώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Débarrasse-toi des couches et regarde la racine du problème. Προσπέρασε την επιφάνεια και δες τη ρίζα του προβλήματος. |
ξεφορτώνομαι(figuré : tuer) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le don de la mafia a commandé un tueur à gages pour se débarrasser du traître. Ο αρχηγός της μαφίας προσέλαβε έναν πληρωμένο δολοφόνο για να ξεφορτωθεί τον προδότη. |
πετάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απορρίπτωverbe pronominal (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρατάω, ξεφορτώνομαι(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του débarrasser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του débarrasser
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.