Τι σημαίνει το demande στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης demande στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του demande στο Γαλλικά.
Η λέξη demande στο Γαλλικά σημαίνει περιζήτητος, αίτηση, απαίτηση, αίτημα, ζήτηση, αίτημα, αίτημα, που ζητείται, προδιαγραφή, αίτηση, ερώτημα, πρόταση, αίτηση, πρόταση, αίτημα, έκκληση, απαίτηση, αίτηση, εντολή, διεκδίκηση, απαίτηση, περιζήτητος, παράκληση, προσέγγιση, κλήτευση, κλήση, ζητάω, ζητώ, απαιτώ, ικετεύω, παρακαλώ, ζητώ, ρωτάω, ρωτώ, ζητάω, ζητώ, ζητάω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ρωτάω, ρωτώ, παρακαλώ, εκλιπαρώ, κάνω έκκληση, θέλω, διατάζω, απαιτώ, ζητάω, ζητώ, υποβάλλω αίτηση, χρειάζομαι, ανταγωγή, αζήτητος, διαθέσιμο κατόπιν αιτήματος, κουραστικός, εντάσεως κεφαλαίου, μετά από απαίτηση, κατόπιν αιτήσεως, κατόπιν αιτήσεως, ύστερα από αίτημα του, κατόπιν αιτήματος, με εκκρεμή αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, με εκκρεμούσα αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, συγγνώμη, Παρακαλώ πολύ!, πίεση, λίστα επιθυμιών, μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση, πρόταση γάμου, αίτηση για απόκτηση υπηκοότητας, προγραμματισμός ζήτησης, λαϊκή απαίτηση, απαίτηση του κοινού, προσφορά και ζήτηση, επείγον αίτημα, ταινίες on demand, ταινίες κατά παραγγελία, κάνω πρόταση γάμου, υποβάλλω αγωγή για αποζημίωση, ρωτάω, ρωτώ, κατά παραγγελία, κάνω ανταγωγή, ασκώ ανταγωγή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης demande
περιζήτητοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les logements bon marché sont toujours très demandés ici. |
αίτησηnom féminin (pétition écrite) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La demande a été transmise au président de la société pour signature. Η αίτηση προωθήθηκε για υπογραφή στον πρόεδρο της εταιρείας. |
απαίτησηnom féminin (souhait) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La demande pour une plus grande démocratie fut ignorée. Η απαίτηση για περισσότερη δημοκρατία αγνοήθηκε. |
αίτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είχε την απαίτηση να του φτιάχνω καφέ! |
ζήτησηnom féminin (Économie) (εμπόριο: για κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La demande pour les nouvelles voitures a fait un bond de 15 %. Η ζήτηση για καινούρια αυτοκίνητα ανήλθε κατά 15%. |
αίτημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La demande a été refusée pour manque de fonds. Το αίτημα απορρίφθηκε λόγω έλλειψης κονδυλίων. |
αίτημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sur quoi porte sa demande ? Un stylo et du papier ? Donnez-les lui. Τι ζητάει; Χαρτί και μολύβι; Να του τα δώσετε. |
που ζητείταιadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προδιαγραφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αίτηση(à un prêt,...) (για δάνειο, εργασία κλπ.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sa demande d'emprunt a été rejetée. Η αίτησή του για δάνειο απορρίφθηκε. |
ερώτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Kyle a soumis une demande à la réception. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Κάιλ υπέβαλε ένα αίτημα στη γραμματεία. |
πρότασηnom féminin (en mariage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je l'aime vraiment, alors j'accepterai sa demande en mariage lorsqu'il me la proposera. |
αίτησηnom féminin (έντυπο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Avez-vous rempli votre demande pour ce travail ? Συμπλήρωσες την αίτηση για εκείνη τη δουλειά; |
πρότασηnom féminin (démarche solennelle : mariage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il s'est agenouillé et lui a fait sa demande en mariage. Γονάτισε καθώς της έκανε πρόταση γάμου. |
αίτημα(Droit) (νομικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le juge refusa la demande du plaignant pour un sursis des procédures. Ο δικαστής απέρριψε το αίτημα του κατηγόρου για αναβολή της διαδικασίας. |
έκκληση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gareth fit appel à leur clémence, en vain. Η έκκληση του Γκάρεθ για έλεος δεν εισακούστηκε. |
απαίτηση, αίτηση, εντολή(ordre, refus impossible) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διεκδίκηση, απαίτηση(απαίτηση για πληρωμή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le conducteur a rempli une déclaration d'assurance. Ο οδηγός κατέθεσε αίτηση για ασφαλιστικές διεκδικήσεις (or: απαιτήσεις). |
περιζήτητοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce quartier est l'un des plus demandés de la ville. |
παράκληση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσέγγιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κλήτευση, κλήση(από δικαστήριο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζητάω, ζητώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a demandé (or: sollicité) plus de temps pour terminer son rapport. ΝEW: Δεν σκοπεύω να αιτηθώ νέας αναβολής. |
απαιτώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette tâche exige un niveau élevé de concentration. Η δουλειά αυτή απαιτεί μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης. |
ικετεύω, παρακαλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le sénateur a demandé une enquête complémentaire. |
ρωτάω, ρωτώ(αν/εάν/πότε/πώς) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred a demandé si Larry avait le temps de l'aider à déménager ce week-end. Lucie a demandé quand le prochain train pour King's Cross partirait. Ο Φρεντ ρώτησε αν ο Λάρυ είχε χρόνο να τον βοηθήσει να μετακομίσει το σαββατοκύριακο. Η Λούσι ρώτησε πότε φεύγει το επόμενο τραίνο για Κινγκ Τζορτζ Κρος. |
ζητάω, ζητώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le policier a demandé mon permis et ma carte grise. Οι αστυνομικοί μου ζήτησαν την άδεια οδήγησης και την άδεια κυκλοφορίας. |
ζητάω(βοήθεια: από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a demandé son aide. Ζήτησε τη βοήθειά του. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbe transitif (une carte à jouer) C'est mon tour et je vais demander une carte. |
ρωτάω, ρωτώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Permettez-moi de vous demander ceci : comment les oiseaux ont-ils évolué ? |
παρακαλώ, εκλιπαρώ, κάνω έκκληση(le pardon) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θέλω(requérir la présence) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je te veux ici à neuf heures ce soir. Σε θέλω εκεί το αργότερο στις εννιά απόψε. |
διατάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La reine demandait à ses sujets de faire la révérence. Η βασίλισσα έδωσε διαταγή στους υπηκόους της να υποκλιθούν. |
απαιτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζητάω, ζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποβάλλω αίτηση(για κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Thomas a fait une demande de carte de crédit. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με την υποβολή του παρόντος εγγράφου, αιτούμαι τη συμμετοχή μου στο πρόγραμμα. |
χρειάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το σώμα χρειάζεται τροφή σε τακτά χρονικά διαστήματα. |
ανταγωγή(διεκδίκηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αζήτητοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαθέσιμο κατόπιν αιτήματοςlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κουραστικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εντάσεως κεφαλαίου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μετά από απαίτησηlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) À la demande générale, Susan a fait un rappel. |
κατόπιν αιτήσεωςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κατόπιν αιτήσεωςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tous ces renseignements sont disponibles sur demande. |
ύστερα από αίτημα του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατόπιν αιτήματος(επίσημο) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
με εκκρεμή αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, με εκκρεμούσα αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίαςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγγνώμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je suis désolé, j'ai fait une erreur. |
Παρακαλώ πολύ!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pardon ! Je n'ai certainement pas la soixantaine ! |
πίεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je vous prie de ne plus faire subir vos demandes importunes à notre famille. |
λίστα επιθυμιών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτησηnom féminin Il y une forte demande pour ces voitures plus petites, monsieur. |
πρόταση γάμουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Elle accepta sa demande en mariage sans aucune hésitation. |
αίτηση για απόκτηση υπηκοότηταςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προγραμματισμός ζήτησηςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λαϊκή απαίτησηnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απαίτηση του κοινούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Κατ' απαίτηση του κοινού, το θέατρο πρόσθεσε μερικές μεταμεσονύκτιες παραστάσεις της δημοφιλούς παράστασης. |
προσφορά και ζήτηση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επείγον αίτημαnom féminin |
ταινίες on demand, ταινίες κατά παραγγελίαnom masculin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω πρόταση γάμουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand est-ce qu'il va lui faire sa demande ? Ça fait longtemps qu'ils sortent ensemble. |
υποβάλλω αγωγή για αποζημίωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρωτάω, ρωτώ(κάποιον κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un homme m'a arrêté dans la rue pour me demander l'heure. Ένας άντρας με σταμάτησε στον δρόμο και με ρώτησε τι ώρα είναι. |
κατά παραγγελίαlocution adjectivale (services, produits) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κάνω ανταγωγή, ασκώ ανταγωγή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του demande στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του demande
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.