Τι σημαίνει το en avoir assez στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης en avoir assez στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του en avoir assez στο Γαλλικά.

Η λέξη en avoir assez στο Γαλλικά σημαίνει αρκετός, βαριέμαι, πλήττω, αγανακτισμένος, βαρέθηκα, βαρέθηκα, κουράστηκα, βαρέθηκα, κουράστηκα, μπουχτίζω, μπαφιάζω, κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκα, βαριέμαι, κουράζομαι από κτ/κπ, βαριέμαι, βαρέθηκα να κάνω κτ, κουράστηκα να κάνω κτ, βαρέθηκα, αρχίζω να κουράζομαι από κτ, κουράζομαι με κτ, βαρέθηκα να κάνω κτ, βαριέμαι, μπουχτίζω, μπουχτίζω, βαριέμαι, κουράζομαι, βαρέθηκα, κουράστηκα, βαρέθηκα, κουράστηκα, μπούχισα, βαρέθηκα να κάνω κτ, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης en avoir assez

αρκετός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Arrête de te plaindre : j'en ai assez.

βαριέμαι, πλήττω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
À la rentrée, il est généralement fasciné mais il en a assez au bout d'une semaine.
Στο σχολείο είναι αρχικά συνήθως ενθουσιασμένος, αλλά βαριέται (or: πλήττει) μέσα σε μία εβδομάδα.

αγανακτισμένος

(un peu familier)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tu as l'air d'en avoir marre : qu'est-ce qui ne va pas ?
Φαίνεσαι αγανακτισμένος. Τι συμβαίνει;

βαρέθηκα

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'en ai assez de toi !
Δε σε αντέχω άλλο!

βαρέθηκα, κουράστηκα

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je suis énervé et j'en ai assez de son sale comportement.

βαρέθηκα, κουράστηκα

(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

μπουχτίζω, μπαφιάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne peux plus faire ce travail. J'en ai assez !
Δεν μπορώ να κάνω άλλο αυτή τη δουλειά, μπούχτισα!

κουράστηκα, μπούχτισα, σιχάθηκα, βαρέθηκα

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'en ai assez de ses plaintes constantes (or: qu'il se plaigne tout le temps).
Με κούρασε η γκρίνια του. Έχω βαρεθεί να βλέπω τις παύλες να χρησιμοποιούνται με λάθος τρόπο.

βαριέμαι

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'en ai assez de ma vie.

κουράζομαι από κτ/κπ

Je me suis lassée des critiques incessantes de mon ex, alors je l'ai quitté.

βαριέμαι

(un peu familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Audrey en avait marre du mauvais temps. // Comme Joan en avait marre d'être baladée de bureau en bureau, elle s'est énervée.
Η Τζόαν κουράστηκε με το να τη στέλνουν από το ένα γραφείο στο άλλο και ξέσπασε.

βαρέθηκα να κάνω κτ, κουράστηκα να κάνω κτ

(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'en ai marre d'essayer de te l'expliquer : fais ce que tu veux, je m'en fiche !

βαρέθηκα

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'en ai assez du langage grossier de cet homme.

αρχίζω να κουράζομαι από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le professeur commençait à en avoir assez de dire à ses élèves d'arrêter de bavarder.

κουράζομαι με κτ

Je commence à être las des séries policières. Il y en a plein à la télé !
Έχω αρχίσει να βαριέμαι τις αστυνομικές σειρές. Η τηλεόραση έχει γεμίσει τέτοιες!

βαρέθηκα να κάνω κτ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Miriam en avait assez de nettoyer après ses colocataires indélicats.

βαριέμαι, μπουχτίζω

locution verbale (να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elaine en avait assez de ranger derrière ses colocataires.

μπουχτίζω, βαριέμαι, κουράζομαι

(familier) (με κάτι, από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Après toute cette neige, j'en ai vraiment marre de l'hiver !
Μετά από όλο αυτό το χιόνι μπούχτισα από τον χειμώνα!

βαρέθηκα, κουράστηκα

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'en ai marre de chercher des chaussures pour toi. Choisis quelque chose !
Βαρέθηκα να ψάχνουμε να σου βρούμε παπούτσια. Διάλεξε κάτι σε παρακαλώ.

βαρέθηκα, κουράστηκα, μπούχισα

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'en ai marre de ces réunions stupides ! Allez salut !
Βαρέθηκα αυτές τις χαζές συνατήσεις. Άντε γεια!

βαρέθηκα να κάνω κτ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'en ai assez de nettoyer des vitres. J'ai besoin d'un job plus stimulant !
Βαρέθηκα να πλένω τζάμια. Χρειάζομαι μια πιο ενδιαφέρουσα δουλειά!

locution verbale (avoir marre de [qch])

Tu arrives toujours en retard. J'en ai assez ! J'en ai assez de tes retards incessants !

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του en avoir assez στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του en avoir assez

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.