Τι σημαίνει το environnement στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης environnement στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του environnement στο Γαλλικά.
Η λέξη environnement στο Γαλλικά σημαίνει φυσικό περιβάλλον, στέκι, πλαίσιο, περιβάλλον, περιβάλλον, περιβάλλον, περιβαλλοντικός, φιλικός προς το περιβάλλον, αγωγή υγείας, Γεωσταθερός Λειτουργικός Περιβαλλοντικός Δορυφόρος, περιβαλλοντικό κίνημα, οικολογικό κίνημα, προστασία του περιβάλλοντος, ευαισθησία για το περιβάλλον, περιβαλλοντολογική μόλυνση, μόλυνση του περιβάλλοντος, δομημένο περιβάλλον, επιχειρηματικό περιβάλλον, εταιρικό περιβάλλον, Υπουργείο Περιβάλλοντος, οικιακό περιβάλλον, προστασία του περιβάλλοντος, νοσοκομειακό περιβάλλον, εχθρικό περιβάλλον, περιβάλλον παραγωγής, περιβάλλον γραφείου, σχολικό περιβάλλον, δοκιμαστικό περιβάλλον, ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, χώρος εργασίας, EPA, Γραφείο Προστασίας του Περιβάλλοντος, κοινωνικό περιβάλλον, άμεσο περιβάλλον, ευχάριστο περιβάλλον, περιβαλλοντικός, με μικρές επιπτώσεις στο περιβάλλον, περιβαλλοντική επιστήμη, εργασιακό περιβάλλον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης environnement
φυσικό περιβάλλονnom masculin |
στέκιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Βρε, καλώς τα παιδιά! Πως και από τα λημέρια μας; |
πλαίσιο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le cadre est en place pour garantir une réponse adaptée aux plaintes des clients. Αυτό το πλαίσιο καταρτίστηκε με σκοπό την αντιμετώπιση των παραπόνων των πελατών. |
περιβάλλον
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je suis sorti explorer les environs. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ξύπνησα σ' ένα περιβάλλον που δεν αναγνώρισα. |
περιβάλλονnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La salle de restaurant est pourvue d'un cadre semblant tout droit sorti du Moyen-Orient ainsi que de musiciens. |
περιβάλλονnom masculin (φύση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'environnement est en train de changer à cause du réchauffement de la planète. Το περιβάλλον αλλάζει εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη. |
περιβαλλοντικός(problème, catastrophe,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les problèmes écologiques, comme le réchauffement climatique, font couler beaucoup d'encre en ce moment. Περιβαλλοντικές ανησυχίες, όπως το φαινόμενο του θερμοκηπίου, είναι ιδιαίτερα επίκαιρες αυτό τον καιρό. |
φιλικός προς το περιβάλλον
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Utiliser des bouteilles jetables n'est pas écologique. Τα μπουκάλια μιας χρήσεως δεν είναι φιλικά προς το περιβάλλον. |
αγωγή υγείας(vague équivalent, France) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Γεωσταθερός Λειτουργικός Περιβαλλοντικός Δορυφόρος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιβαλλοντικό κίνημα, οικολογικό κίνημαnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
προστασία του περιβάλλοντος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a un fort mouvement de protection de l'environnement. |
ευαισθησία για το περιβάλλονnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περιβαλλοντολογική μόλυνση, μόλυνση του περιβάλλοντοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δομημένο περιβάλλονnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επιχειρηματικό περιβάλλον, εταιρικό περιβάλλονnom masculin |
Υπουργείο Περιβάλλοντοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
οικιακό περιβάλλονnom masculin |
προστασία του περιβάλλοντοςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
νοσοκομειακό περιβάλλον
|
εχθρικό περιβάλλονnom masculin |
περιβάλλον παραγωγήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
περιβάλλον γραφείουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχολικό περιβάλλονnom masculin |
δοκιμαστικό περιβάλλονnom masculin (Internet, Informatique) (ανάπτυξη ιστοσελίδων) |
ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιοnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χώρος εργασίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
EPAnom féminin (συντομογραφία) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Γραφείο Προστασίας του Περιβάλλοντοςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κοινωνικό περιβάλλονnom masculin |
άμεσο περιβάλλονnom masculin |
ευχάριστο περιβάλλονnom masculin |
περιβαλλοντικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les difficultés scolaires sont rarement liées aux facultés de l'enfant. La question du cadre entre également en ligne de compte. Οι δυσκολίες στο σχολείο σπανίως είναι αποτέλεσμα της φυσικής προδιάθεσης ενός παιδιού, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και περιβαλλοντικοί παράγοντες. |
με μικρές επιπτώσεις στο περιβάλλονlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιβαλλοντική επιστήμηnom féminin |
εργασιακό περιβάλλονnom masculin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του environnement στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του environnement
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.