Τι σημαίνει το escuchar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης escuchar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του escuchar στο ισπανικά.
Η λέξη escuchar στο ισπανικά σημαίνει ακούω, ακούω, ακούω, εισακούω, ακούω, ακούω, ακούω, ακούω, ακούω, ακούω, είμαι απλός ακροατής, ακούω, κρυφακούω, ακούω, ακούω, ακούω, κρυφακούω, ακούω, παρακολουθώ, ακούω, το να ακούω, βλέπω, παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη, δεκτικός, υπομονετικός, προσεκτικός, συγκαταβατικός, με κατανόηση, ανάλαφρος, κρυφακούω, στήνω αυτί, παίρνει το αυτί μου κτ, κρυφακούω, ακούω προσεκτικά, παρακούω, κάτι παίρνει το αυτί μου, έχω νέα από, αφήνω κπ να ολοκληρώσει, αγνοώντας κτ, ακούω, βάζω μουσική, ακούω προσεκτικά, ακούω προσεκτικά, αφουγκράζομαι, κρυφακούω, ακούω, απομακρύνω, διώχνω, κλείνω τα αυτιά μου σε κτ, ακούω, αφουγκράζομαι, κατεβάζω τους διακόπτες, δεν ακούω, το να κρυφακούω, ακούω, ακούω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης escuchar
ακούωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fuimos a escuchar el concierto en el parque. Πήγαμε να παρακολουθήσουμε τη συναυλία στο πάρκο. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El encargado escuchará con simpatía si presentas tu argumento con calma. |
ακούωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Podrías escuchar lo que tengo para decir? |
εισακούωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Reza para pedir perdón y el Señor te escuchará. Προσευχήσου στον Θεό για συγχώρεση και οι προσευχές σου θα εισακουστούν. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oyó un estruendo en la cocina y fue a ver que había sucedido. Άκουσε έναν κρότο στην κουζίνα και πήγε να δει τι έγινε. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedes oír el pitido del tren? Ακούς το τρένο που σφυρίζει; // Δεν σε άκουσα όταν ήρθες χτες το βράδυ. |
ακούω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ella ya no puede oír bien y se esta quedando sorda. Δεν ακούει πλέον καλά και παθαίνει κώφωση. |
ακούω(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Oíste que el señor Johnson murió? Έμαθες ότι ο κύριος Τζόνσον πέθανε; |
ακούωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tómate un momento para hacer silencio y escuchar: ¿qué sonidos oyes? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μείνε για ένα λεπτό ήσυχος και άκου (or: αφουγκράσου). Τι ακούς; |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Habiendo escuchado el consejo de mi madre no debería encontrarme ahora en esta condición tan desdichada. |
είμαι απλός ακροατήςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ακούω(por casualidad) (όχι εσκεμμένα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Escuché rumores de que Martha va a vender el auto. |
κρυφακούωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακούωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor, cállate; estoy escuchando la radio. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σε παρακαλώ, κάνε ησυχία. Ακούω ραδιόφωνο. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me gustaría que escucharan mi propuesta. Θα ήθελα να ακούσουν την πρότασή μου. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor, escúchame con atención. Σε παρακαλώ, άκουσέ με προσεκτικά. |
κρυφακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nos pusimos a buscar un sitio donde poder hablar en privado, sin que nadie nos escuchase. Ψάχναμε ένα μέρος για να μπορέσουμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως, χωρίς να κρυφακούει κανείς. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo siento, no lo escuché. ¿Qué dijiste? Συγγνώμη, δεν το άκουσα. Τι είπες; |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El gobierno escucha emisoras de radio que emiten desde Corea del Norte. Η κυβέρνηση παρακολουθεί τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις από τη Βόρεια Κορέα. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
το να ακούω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La escucha es más importante que hablar. Το να ακούς είναι πιο σημαντικό από το να μιλάς. |
βλέπω(TV) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Viste las noticias anoche? |
παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No estaba preparada para tomar mis ideas en consideración. |
δεκτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si eres receptivo a las críticas, puedes aprender de ellas. |
υπομονετικός, προσεκτικός, συγκαταβατικός, με κατανόηση
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un terapeuta efectivo tiene capacidad de escuchar. |
ανάλαφρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κρυφακούω, στήνω αυτίlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si escuchas detrás de la puerta, podrás oír lo que dicen. |
παίρνει το αυτί μου κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρυφακούω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No tuve la intención de escuchar a escondidas, pero estaban hablando justo afuera de mi puerta. Δεν είχα την πρόθεση να στήσω αυτί, μιλούσαν όμως ακριβώς έξω απ' την πόρτα μου. |
ακούω προσεκτικάlocución verbal Si escuchas con atención podrás diferenciar varios pájaros según sus diferentes melodías. |
παρακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Creo que oí mal ese comentario. ¿Puedes repetirlo? |
κάτι παίρνει το αυτί μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω νέα από
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Has tenido noticias de David por estos días? Έχεις νέα από τον Ντέιβιντ αυτές τις μέρες; Δεν έχει νέα από τον αδερφό της εδώ και 3 μήνες. |
αφήνω κπ να ολοκληρώσειlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No creeré en sus excusas, pero escucharé lo que tenga que decir. Δεν πιστεύω τη δικαιολογία του αλλά θα τον ακούσω. |
αγνοώντας κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sin escuchar el consejo de su madre, Julia fue al club nocturno sola. Παρά τη συμβουλή της μητέρας της, η Τζούλια πήγε μόνη της στο κλαμπ. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω μουσικήlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακούω προσεκτικά
|
ακούω προσεκτικά, αφουγκράζομαιverbo intransitivo (λογοτεχνικό, απαρχαιωμένο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρυφακούωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακούω(por casualidad) (άθελά μου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνω, διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Algunos abusan de las drogas o el alcohol para no prestar atención a sus malos recuerdos. Μερικοί άνθρωποι κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ για να κρατήσουν μακριά τις δυσάρεστες αναμνήσεις. |
κλείνω τα αυτιά μου σε κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Brian no escuchó lo que Kate estaba diciendo, no quería enterarse. Ο Μπράιαν δεν άκουγε τι έλεγε η Κέιτ· δεν ήθελε να ξέρει. |
ακούωlocución verbal (κπ να λέει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roberto escuchó a Tina decir que se va a divorciar. |
αφουγκράζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estaban a la escucha de cualquier sonido procedente de la mina. Αφουγκράστηκαν για τυχόν ήχους από το ορυχείο. |
κατεβάζω τους διακόπτες, δεν ακούωlocución verbal (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se ha cerrado a escuchar cualquier argumento que intente convencerle de lo contrario. |
το να κρυφακούω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακούωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακούω(radio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του escuchar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του escuchar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.