Τι σημαίνει το expanding στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης expanding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του expanding στο Αγγλικά.
Η λέξη expanding στο Αγγλικά σημαίνει διαστελλόμενος, αναπτυσσόμενος, διευρυνόμενος, επεκτεινόμενος, διαστελλόμενος, αναπτυσσόμενος, διευρυνόμενος, επεκτεινόμενος, αναπτυσσόμενος, ξεδιπλούμενος, φουσκώνω, επεκτείνομαι, εξαπλώνομαι, απλώνομαι, αναπτύσσω, αναλύω, αναπτύσσω, διαρκώς επεκτεινόμενος, διαρκώς διευρυνόμενος, παραισθησιογόνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης expanding
διαστελλόμενος, αναπτυσσόμενος, διευρυνόμενος, επεκτεινόμενοςadjective (becoming larger, wider) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The expanding area of high pressure will keep skies clear. |
διαστελλόμενος, αναπτυσσόμενος, διευρυνόμενος, επεκτεινόμενοςadjective (becoming more widespread) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Expanding cases of measles closed two more schools today. |
αναπτυσσόμενος, ξεδιπλούμενοςadjective (unfolding) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The expanding scandal now involves several administration officials. |
φουσκώνωintransitive verb (grow, enlarge) (μαγειρική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The yeast makes the bread expand. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όλα τα σώματα διαστέλλονται με τη θερμότητα. |
επεκτείνομαιintransitive verb (non-physical: grow) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The company has been expanding the last few years. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διευρύνθηκε απότομα έπειτα από το 2004. |
εξαπλώνομαι, απλώνομαιintransitive verb (extend) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The forest expanded across the floor of the valley. Το δάσος εξαπλώθηκε (or: απλώθηκε) μέσα στην πεδιάδα. |
αναπτύσσω, αναλύωintransitive verb (explain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you expand on your earlier comments? Μπορείς να αναφερθείς πιο λεπτομερώς στο προηγούμενο σχόλιό σου; |
αναπτύσσωtransitive verb (fill out) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You need to expand your notes into full sentences. Πρέπει να αναπτύξεις τις σημειώσεις σου σε πλήρεις προτάσεις. |
διαρκώς επεκτεινόμενος, διαρκώς διευρυνόμενοςadjective (constantly becoming larger) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
παραισθησιογόνοςadjective (drug, etc.: hallucinatory) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του expanding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του expanding
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.