Τι σημαίνει το fallar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fallar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fallar στο ισπανικά.

Η λέξη fallar στο ισπανικά σημαίνει χάνω, σταματάω, σταματώ, αποτυγχάνω, αστοχώ, αποφαίνομαι, δεν παίρνω μπρος, αποτυγχάνω, κάνω φαλτσοστέκα, κάνω φαλτσαστέκα, κάνω φαλτσοστεκιά, αποτυγχάνω, δεν πετυχαίνω, καταρρέω, γκρεμίζομαι, δυσλειτουργώ, αστοχώ, αποτυγχάνω, σταματώ να λειτουργώ, εξασθενώ, εκδικάζω, δεν λειτουργώ, χάνω, αποτυχημένος, ρετάρω, είμαι χαμένος από χέρι, κρίνω, μειώνομαι, υποχωρώ, αποτυγχάνω, αποτυγχάνω, αποτυγχάνω, τα χάνω, αποτυγχάνω, αρχίζει να χαλάει, προσπερνάω, προσπερνώ, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, χτυπάω λάθος, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ, τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω, δεν εισακούω, ξεπερνάω, ξεπερνώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fallar

χάνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La fuerza de Karen estaba fallando después de haber corrido diez kilómetros.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχανε τη δύναμή του μετά το τρέξιμο δέκα χιλιομέτρων.

σταματάω, σταματώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La máquina falló alrededor de las cuatro de la tarde.
Η μηχανή σταμάτησε γύρω στις τέσσερις μετά μεσημβρίας.

αποτυγχάνω

(δεν επιτυγχάνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El plan fracasó porque se quedaron sin dinero.
Το σχέδιο απέτυχε επειδή τους τελείωσαν τα χρήματα.

αστοχώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bob trató de meter la bola en el hoyo pero falló.
Ο Μπομπ προσπάθησε να κάνει το ελαφρό χτύπημα, αλλά αστόχησε.

αποφαίνομαι

(a favor de) (επίσημο, λόγιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δεν παίρνω μπρος

(motor) (μηχανή αυτοκινήτου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El motor estaba haciendo ruidos y fallando.

αποτυγχάνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sus críticas fallaron completamente.

κάνω φαλτσοστέκα, κάνω φαλτσαστέκα, κάνω φαλτσοστεκιά

verbo transitivo (béisbol) (ζαργκόν: μπιλιάρδο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποτυγχάνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δεν πετυχαίνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El bateador falló la bola.
Ο ροπαλοφόρος δεν πέτυχε την μπάλα.

καταρρέω, γκρεμίζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El negocio falló cuando el mercado desapareció.
Η προσπάθεια απέτυχε όταν στέρεψε η αγορά.

δυσλειτουργώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El contador falló y nos marcó cero.
Ο μετρητής δυσλειτούργησε και μας έδωσε ένδειξη μηδέν.

αστοχώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποτυγχάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muchos alumnos fallan en este ejercicio del examen.
Πολλοί μαθητές αποτυγχάνουν σε αυτή τη δοκιμασία.

σταματώ να λειτουργώ, εξασθενώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su corazón finalmente falló y él murió.
Η καρδιά του τελικά εξασθένησε και πέθανε. Μετά από χρόνια ποτού, το συκώτι του σταμάτησε να λειτουργεί.

εκδικάζω

(a favor de) (νομική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν λειτουργώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si el embrague falla, no podrás cambiar de velocidad.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν δεν λειτουργήσει ο συμπλέκτης δε μπορείς ν' αλλάξεις ταχύτητες.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bomba falló el blanco.
Η βόμβα έχασε τον στόχο της.

αποτυχημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Falló el segundo swing.
Η δεύτερη προσπάθειά του ήταν αποτυχημένη.

ρετάρω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El motor falla a veces cuando está frío.

είμαι χαμένος από χέρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ben realmente quería ese trabajo, pero parece que ha fallado, mandó la solicitud hace un montón y todavía no le han contestado.
Ο Μπεν πραγματικά ήθελε εκείνη τη δουλειά, αλλά φαίνεται ότι είναι χαμένος από χέρι. Έστειλε αιτήσεις πριν από πάρα πολύ καιρό και δεν είχε κανένα νέο ακόμη.

κρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Decretaron al caso inválido.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικό τον νέο νόμο.

μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Durante la carrera, decayó su entusiasmo cuando empezó a sentirse cansada.

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las piernas del anciano cedieron de repente, y este se agarró a la barandilla para sujetarse.
Τα πόδια του ηλικιωμένου λύγισαν ξαφνικά και κρατήθηκε από το κάγκελο για να ισορροπήσει.

αποτυγχάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las negociaciones para transmitir el partido fracasaron debido a los derechos de transmisión internacionales.
Οι διαπραγματεύσεις για τη μετάδοση του αγώνα κατέρρευσαν με αφορμή το ζήτημα των διεθνών τηλεοπτικών δικαιωμάτων.

αποτυγχάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brian trató de patear la pelota, pero erró.

αποτυγχάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα χάνω

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando a Jimmy le tocó su turno en el concurso de ortografía, se puso nervioso.

αποτυγχάνω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No pudieron entregar el paquete a tiempo.
Απέτυχαν να παραδώσουν το δέμα έγκαιρα.

αρχίζει να χαλάει

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Comenzó a fallar hace tres días, cuando hubo una tormenta eléctrica.

προσπερνάω, προσπερνώ

(del lugar de destino, del objetivo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El avión pasó rápidamente por encima de la pista y tuvo que hacer un aterrizaje de emergencia sobre el agua.

τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτυπάω λάθος

αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ

locución verbal (εναντίον κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siempre que necesito ayuda, mis padres hacen lo que haga falta.

δεν εισακούω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El juez decidió en contra del abogado.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El misil pasó de largo su objetivo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fallar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.