Τι σημαίνει το financial στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης financial στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του financial στο Αγγλικά.
Η λέξη financial στο Αγγλικά σημαίνει οικονομικός, οικονομικός, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, ελεγκτής, ελέγκτρια, οικονομικός σύμβουλος, οικονομική σύμβουλος, οικονομική βοήθεια, οικονομική ενίσχυση, οικονομικός αναλυτής, οικονομική ενίσχυση, οικονομική υποστήριξη, οικονομικό κλίμα, δημοσιονομικός ελεγκτής, δημοσιονομική ελέγκτρια, οικονομική κρίση, χρηματοοικονομική δυσχέρεια, χρηματιστήριο, οικονομικός ειδήμων, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, πιστωτικό ίδρυμα, οικονομικός προγραμματισμός, οικονομικός σχεδιασμός, οικονομικός προγραμματισμός, οικονομικός σχεδιασμός, οικονομικό αρχείο, οικονομική αποζημίωση, οικονομική πληροφόρηση, οικονομική έκθεση, οικονομική ενημέρωση, υπευθυνότητα στα οικονομικά, οικονομική ευθύνη, οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεση, οικονομική κύρωση, χρηματική εγγύηση, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, πιστωτικές υπηρεσίες, οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεση, οικονομικές δυσχέρειες, οικονομική ενίσχυση, κύκλος εργασιών, οικονομικό έτος, οικονομικό έτος, τέλος οικονομικού έτους, δημοσιονομικό έτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης financial
οικονομικόςadjective (monetary) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was almost bankrupt and needed urgent financial advice. Ήταν στα όρια της χρεωκοπίας και χρειαζόταν άμεσα οικονομικές συμβουλές. |
οικονομικόςadjective (industry) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The financial professionals had a good year. |
οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντριαnoun (initialism (chief financial officer) The CFO has ultimate responsibility for the company's bookkeeping. |
οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντριαnoun (senior financial manager) |
ελεγκτής, ελέγκτριαnoun (person: accountant) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) The controller in finance department will review these figures. |
οικονομικός σύμβουλος, οικονομική σύμβουλοςnoun ([sb] who sells investments) |
οικονομική βοήθεια, οικονομική ενίσχυσηnoun (monetary support) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The college's Financial Aid Office deals not only with need-based grants, but also merit-based scholarships. |
οικονομικός αναλυτήςnoun ([sb] who interprets stock market) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Financial analysts did not foresee the market crash. |
οικονομική ενίσχυσηnoun (monetary aid) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I need financial assistance to buy a new car. |
οικονομική υποστήριξηnoun (monetary support) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My uncle provided the financial backing for me to open my restaurant. |
οικονομικό κλίμαnoun (state of the economy) In the present financial climate, investments are riskier, but can pay off very well. |
δημοσιονομικός ελεγκτής, δημοσιονομική ελέγκτριαnoun (accountant) |
οικονομική κρίσηnoun (period of economic difficulty) (περίοδος οικονομικής δυσκολίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The current financial crisis began with the collapse of the real estate market. |
χρηματοοικονομική δυσχέρειαnoun (stage before bankruptcy) |
χρηματιστήριοnoun (stock market) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Every country has their own financial exchange, and the largest one in the US is called the New York Stock Exchange. |
οικονομικός ειδήμωνnoun (economist) (οικονομολόγος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Atkins regularly appears on television as a financial expert. |
χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, πιστωτικό ίδρυμαnoun (bank, building society, etc.) The bank was a large financial institution. |
οικονομικός προγραμματισμός, οικονομικός σχεδιασμόςnoun (finances management program) |
οικονομικός προγραμματισμός, οικονομικός σχεδιασμόςnoun (business type) |
οικονομικό αρχείοnoun (account, finance statement) |
οικονομική αποζημίωσηnoun (monetary pay) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Since I retired from my career, I receive financial remuneration from my pension plan. |
οικονομική πληροφόρηση, οικονομική έκθεση, οικονομική ενημέρωσηnoun (disclosing financial status) |
υπευθυνότητα στα οικονομικάnoun (sensible attitude to money) (νοοτροπία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οικονομική ευθύνηnoun (duty to provide for [sb]) (προς τρίτους) The father has financial responsibility for his children. |
οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεσηnoun (economic or banking report) (οικονομία) The company released a financial review. |
οικονομική κύρωσηnoun (fine) (συνήθως πληθυντικός) The financial sanctions were imposed on Iran to encourage nuclear cooperation. |
χρηματική εγγύησηnoun (stock, bond, trust, etc.) The securities market is where financial securities are bought and sold. |
χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, πιστωτικές υπηρεσίεςplural noun (banking, credit, insurance, etc.) |
οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεσηnoun (account, finance record) (χρηματοοικονομικά) |
οικονομικές δυσχέρειεςplural noun (poverty, lack of money) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) He's been in serious financial straits since he lost his job. |
οικονομική ενίσχυσηnoun (monetary assistance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His parents provided financial support for him while he was in college. |
κύκλος εργασιώνnoun (total annual sales) (χρηματοοικονομικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
οικονομικό έτοςnoun (mainly UK (law: annual accounting period) |
οικονομικό έτοςnoun (UK (law: accounting year ending 5 April) |
τέλος οικονομικού έτουςnoun (close of accounting period) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δημοσιονομικό έτοςnoun (mainly US (12-month financial calendar) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Our accounting system uses October as the first month of our fiscal year. The president of the company was happy to report record profits during the fiscal year. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του financial στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του financial
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.