Τι σημαίνει το five στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης five στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του five στο Αγγλικά.
Η λέξη five στο Αγγλικά σημαίνει πέντε, πέντε, πεντάδα, πέντε, πέντε, πέντε, πέντε, πέντε, πέμπτος, πεντάδα, πεντάρι, πεντοδόλαρο, πεντάρα, πεντόλιρο, πεντάευρο, πεντάδα, πεντακόσια, πεντακόσιοι, πεντακοσιοχιλιοστός, πέντε η ώρα, πέντε η ώρα, οι πέντε αισθήσεις, πέντε αστέρων, με τον αριθμό πέντε χιλιάδες, 5x5, πεντοδόλαρο, γενάκι, μουσάκι, πέντε αστέρων, εκλεκτός, πενταπλός, πενταπλάσιος, πενταπλάσιος, πενταπλός, σαράντα πέντε, σαρανταπεντάρι, σαράντα πέντε, σαράντα πέντε ετών, κόλλα το, κόλλα πέντε, κόλλα το, οχτάωρο, του οχταώρου, που δεν κάνει το κάτι παραπάνω, κάνω ένα μικρό διάλειμμα, εικοστός πέμπτος, εικοστός πέμπτος, είκοσι πέντε, είκοσι πέντε, εικοστή πέμπτη, εικοστή πέμπτη, είκοσι πέντε σεντς, είκοσι πέντε τοις εκατό, τέταρτο, είκοσι πέντε τοις εκατό, τέταρτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης five
πέντεnoun (cardinal number: 5) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Two and three make five. Δύο και τρία κάνουν πέντε. |
πέντεnoun (symbol for number 5) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I can't read your writing: is that a "5" or an "S"? |
πεντάδαnoun (people, things: set, group of 5) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They supply the pens in a plastic packet and sell them in fives. |
πέντεnoun (time: 5 o'clock) (ώρα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) It's five already? I should go home soon. Πήγε κιόλας πέντε; Πρέπει να πάω σπίτι. |
πέντεadjective (5 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There are five people in there. Υπάρχουν πέντε άτομα εκεί μέσα. |
πέντεadjective (5 years of age) (ετών, χρονών) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My daughter is five today! Η κόρη μου γίνεται πέντε σήμερα! |
πέντεpronoun (people, things: 5 of them) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) How many fish are in the pool? I can see five. |
πέντεnoun (US, written (fifth day of specified month) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I get back from vacation on January 5. |
πέμπτοςnoun (mainly UK, written (fifth day of specified month) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) If your birthday is 5 October, you're a Libra. |
πεντάδαnoun (musical group of 5) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The five have been playing music together for over a year. |
πεντάριnoun (playing card: with 5 pips) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Three fives beat her two kings. |
πεντοδόλαροnoun (US, Can, AU, informal (paper money: bill worth 5 dollars) ($5) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Do you have a five that you can lend me? I need some money for lunch. Έχεις πέντε δολάρια να μου δανείσεις; Χρειάζομαι λεφτά για μεσημεριανό. |
πεντάραnoun (5 pips on a die) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I rolled a five and a two, so I moved forward seven spaces. |
πεντόλιροnoun (UK (paper money: note worth 5 pounds) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πεντάευροnoun (paper money: note worth 5 euros) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πεντάδαnoun (basketball team) (για ομάδα μπάσκετ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πεντακόσιαnoun (cardinal number: 500) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The child proudly announced that she could count to five hundred. |
πεντακόσιοιadjective (500 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I need five hundred dollars to fix my car. |
πεντακοσιοχιλιοστόςadjective (500,000 in number) (ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πέντε η ώραnoun (time: 5 P.M.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέντε η ώραnoun (time: 5 A.M.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οι πέντε αισθήσειςplural noun (sight, hearing, etc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nature provides endless banquets for our five senses. |
πέντε αστέρωνplural noun (highest rating) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με τον αριθμό πέντε χιλιάδεςadjective (5000 of [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
5x5noun (UK (a form of soccer) (ποδόσφαιρο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πεντοδόλαροnoun (US, Can (banknote: $5) (χαρτονόμισμα των 5 δολαρίων) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I paid for my lunch with a five-dollar bill. |
γενάκι, μουσάκιnoun (informal (stubble on a man's chin) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My beard grows so quickly that I always have a five o'clock shadow by lunchtime. |
πέντε αστέρωνnoun as adjective (hotel, etc.: rated five stars) (ξενοδοχείο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκλεκτόςnoun as adjective (figurative (highly rated, recommended) (ως προς ποιότητα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πενταπλόςadjective (having five parts) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πενταπλάσιοςadjective (quintuple, times five) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πενταπλάσιοςadverb (by five, five times) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Since Delia set up her website, sales of her artwork have increased fivefold. |
πενταπλόςadverb (in five ways) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σαράντα πέντεnoun (cardinal number: 45) (αριθμός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The song entered the charts at number forty-five. Το τραγούδι μπήκε στη λίστα στη θέση σαράντα πέντε. |
σαρανταπεντάριnoun (informal (7" vinyl record) (ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He collects old 45s and other rare vinyl. |
σαράντα πέντεadjective (45 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He claimed he could live without food or water for forty-five days. The record was designed to be played at forty-five revolutions per minute. |
σαράντα πέντε ετώνadjective (45 years of age) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He couldn't believe he would be forty-five on his next birthday. |
κόλλα το, κόλλα πέντεinterjection (slang (congratulatory) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) You passed your driving test? Give me five! Πέρασες τις εξετάσεις για το δίπλωμα; Κόλλα το! |
κόλλα τοnoun (informal (hand-slapping gesture) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Great job on the playing field! Give me a high five! Τα πήγες σπουδαία στο γήπεδο! Κόλλα το! |
οχτάωροnoun (informal (daily work routine) (στη δουλειά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
του οχταώρουadjective (informal (relating to the workday) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν κάνει το κάτι παραπάνωadjective (informal (unwilling to put in extra effort) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω ένα μικρό διάλειμμαverbal expression (informal, figurative (have short break) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εικοστός πέμπτοςnoun (cardinal number: 25) (τακτικό αριθμητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There are twenty-five children in the class. Υπάρχουν είκοσι πέντε παιδιά στην τάξη. |
εικοστός πέμπτοςadjective (25 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He requested twenty-five of those screwdrivers. |
είκοσι πέντεadjective (25 years of age) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tania is twenty-five. Sharon has a twenty-five-year-old brother. |
είκοσι πέντεpronoun (people, things: 25 of them) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Exactly 25 people have been accepted into the program. |
εικοστή πέμπτηnoun (US, written (twenty-fifth day of specified month) (για ημέρα του μήνα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Winter Break will be from February 21 to February 25 inclusive. |
εικοστή πέμπτηnoun (mainly UK, written (twenty-fifth day of specified month) (για ημέρα του μήνα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The letter was dated 25 April, 2010. |
είκοσι πέντε σεντςplural noun (coins worth quarter of a dollar) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) One quarter equals 25 cents. |
είκοσι πέντε τοις εκατό, τέταρτοnoun (a quarter) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Twenty-five percent is a quarter of one hundred. |
είκοσι πέντε τοις εκατό, τέταρτοadverb (a quarter: of [sth]) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του five στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του five
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.