Τι σημαίνει το fuego στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fuego στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fuego στο ισπανικά.
Η λέξη fuego στο ισπανικά σημαίνει φωτιά, έρπης, φωτιά, πυροβολισμός, φωτιά, στοματικό έλκος, πυρκαγιά, φωτιά, πυρκαγιά, μάτι, θερμοκρασία, πυροβολώ, πυρίμαχος, πυράντοχος, φωτιά, πύρινος, αργά, βάζω φωτιά, βομβαρδισμός, ανάβω, πυρασφαλής, πυρίμαχος, στο φούρνο, η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης, Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!, μπαράζ, αντιαεροπορικά πυρά, σιγοκάψιμο, διασταυρούμενα πυρά, κατάπαυση πυρός, κανονιοβολισμός, βομβαρδισμός, πύρινη σφαίρα, πύρινη μπάλα, δύναμη πυρός, πυρκαγιά, φωτιά, βιοφωταύγεια μανιταριών, αιώνια καταδίκη, γραμμή του πυρός, φωτιά, αποφασιστική δοκιμασία, μπάλα από φωτιά, βάπτισμα του πυρός, κορωμένη φωτιά, πρώτη γραμμή πυρός, πυρά όλμων, φωτιά σε λιβάδι, πύρινη λαίλαπα, πυρά, φωτιά, πυροσβέστης, πυροσβέστρια, crockpot, περιορισμός οπλοκατοχής, εγκλήμα με χρήση όπλου, τραύμα από πυροβόλο όπλο, μεσαία θερμοκρασία, μέτρια θερμοκρασία, νουά, μέσο ανάφλεξης, μέσο πυροδότησης, φλόγες της κόλασης, εστία φωτιάς, για τη συντέλεια της κολάσεως, ρίχνω λάδι στην φωτιά, πιάνω φωτιά, βάζω φωτιά σε κτ, βάζω φωτιά, πυρπολώ, ρίχνω λάδι στη φωτιά, διαδίδομαι πολύ γρήγορα, διαδίδομαι αστραπιαία, καίγομαι ολοσχερώς, πυροβολώ, καίγομαι, κατακαίγομαι, σιγοβράζω, υπερισχύω σε οπλισμό, ξανανάβω, βάζω φωτιά σε κτ, κατάπαυση του πυρός, που σιγοκαίει, αργομαγειρεμένος, σιγοβρασμένος, κατενθουσιασμένος για κτ, σιδερικό, διασταυρούμενα πυρά, στόχαστρο, βάπτισμα του πυρός, φωτιά, η ώρα της αλήθειας, εστία φωτιάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fuego
φωτιάnombre masculino (καύση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El fuego produce calor y luz. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η πυρκαγιά ξέσπασε γρήγορα στο δάσος. |
έρπης(MX, CL) (παθολογία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nunca beso a nadie con fuegos. |
φωτιά(fuego de campamento) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Colgaron la tetera sobre el fuego. Έβαλαν μια κατσαρόλα πάνω στη φωτιά. |
πυροβολισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Él podía escuchar fuego de armas cercano. |
φωτιάnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hubo un incendio en un viejo almacén cercano. Η παλιά αποθήκη εδώ κοντά άρπαξε φωτιά. |
στοματικό έλκος(AmC, CL, EC, MX: coloquial) |
πυρκαγιάnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El fuego arrasó con todo el pueblo. |
φωτιά, πυρκαγιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pidieron tres camiones de bomberos para controlar la llamarada que salía de la fábrica. Τα τρία πυροσβεστικά οχήματα κλήθηκαν να χειριστούν την πυρκαγιά στο εργοστάσιο. |
μάτι(μεταφορικά: κουζίνας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Coloque la cacerola en la hornalla y caliente lentamente durante cinco minutos. |
θερμοκρασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cocina la carne a temperatura elevada. |
πυροβολώ(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los soldados le estaban disparando a los enemigos. Οι στρατιώτες πυροβολούσαν τον εχθρό. |
πυρίμαχος, πυράντοχος(δεν πιάνει ή αντέχει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φωτιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Después de la cena hay malvaviscos para asar sobre la fogata. |
πύρινος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Del volcán llovían partículas ardientes sobre el pueblo cercano. Το ηφαίστειο έβγαζε πύρινα σωματίδια που έπεφταν σαν βροχή στην κοντινή πόλη. |
αργά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Esta receta queda mejor cocinándola lentamente. Αυτή η συνταγή είναι καλύτερα να μαγειρεύεται αργά. |
βάζω φωτιά(σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El criminal incendió la casa para esconder la evidencia. |
βομβαρδισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Las tropas esperaban un fuerte bombardeo. |
ανάβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La chispa encendió la yesca, y enseguida empezó a crepitar el fuego en la chimenea. |
πυρασφαλής, πυρίμαχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El sofá es de un material resistente al fuego. |
στο φούρνο(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Espero que te quedes a cenar porque tengo una carne a la cacerola en el horno. |
η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπηςexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!locución interjectiva (στρατός) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
μπαράζ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Las tropas quedaron atrapadas en una cortina de fuego súbita del fuego enemigo. |
αντιαεροπορικά πυρά(militar) El fuego antiaéreo voló en todas direcciones alrededor del avión. |
σιγοκάψιμοlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El fuego lento del hogar duró por días. |
διασταυρούμενα πυράlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
κατάπαυση πυρός
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κανονιοβολισμός, βομβαρδισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El brusco sonido del fuego de artillería sorprendió a los soldados. |
πύρινη σφαίρα, πύρινη μπάλα
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δύναμη πυρόςlocución nominal femenina (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πυρκαγιά, φωτιά(λόγω ανέμων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βιοφωταύγεια μανιταριώνlocución nominal masculina (δημιουργία φωτός από μανιτάρια) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αιώνια καταδίκη(θρησκεία: Κόλαση) Cometer un pecado mortal puede significar el castigo eterno sin posibilidades de ir al cielo. |
γραμμή του πυρόςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Están enviando a ese soldado a la batalla, donde estará en la línea de fuego. |
φωτιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los niños exploradores se sentaron alrededor del fuego de vivas llamas contándose historias de fantasmas. |
αποφασιστική δοκιμασίαlocución nominal femenina (figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hacer un suflé perfecto es la prueba de fuego para ser un buen cocinero. |
μπάλα από φωτιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Oímos una explosión y luego vimos una gran bola de fuego disparada hacia el cielo. Ακούσαμε την έκρηξη και έπειτα είδαμε μια μεγάλη μπάλα από φωτιά να ανεβαίνει στον ουρανό. Το βυτιοφόρο προπανίου εξερράγη σε μια μεγάλη μπάλα από φωτιά. |
βάπτισμα του πυρόςlocución nominal masculina (figurado) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Mi primer día como profesor de matemáticas fue un auténtico bautismo de fuego. ¡Los alumnos no se callaban ni un momento! |
κορωμένη φωτιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se sentaron fuera de la tienda contando historias y tostando malvavisco sobre el fuego vivo. |
πρώτη γραμμή πυρόςlocución nominal femenina (figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πυρά όλμωνnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) El enemigo atacó nuestras posiciones con fuego de mortero. |
φωτιά σε λιβάδιlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un fuego de pradera no es lo mismo que un incendio forestal. |
πύρινη λαίλαπα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El fuego arrasador destruyó hogares humildes y mansiones millonarias por igual. |
πυρά, φωτιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esa noche todos nos sentamos alrededor del fuego de campamento tomando cerveza y contando historias de terror. |
πυροσβέστης, πυροσβέστρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Llamaron a los bomberos para combatir las llamas. |
crockpot(TM: είδος κατσαρόλας) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) El cordero estaba muy tierno después de cuatro horas cociéndose a fuego lento. |
περιορισμός οπλοκατοχής
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εγκλήμα με χρήση όπλουnombre masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los crímenes con armas de fuego aumentaron en número últimamente. |
τραύμα από πυροβόλο όπλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Todo médico que atienda una herida de arma de fuego debe hacer la denuncia correspondiente a la policía. |
μεσαία θερμοκρασία, μέτρια θερμοκρασία
Pon una sartén a fuego medio y fríe las cebollas. |
νουά
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μέσο ανάφλεξης, μέσο πυροδότησης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Los terroristas usaron una mezcla de químicos caseros para encender el fuego. |
φλόγες της κόλασηςlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εστία φωτιάς
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
για τη συντέλεια της κολάσεωςexpresión (religión: condenación) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω λάδι στην φωτιάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Y tú cállate, no digas nada más; bastante mal están las cosas para que vengas, encima, a echar leña al fuego. |
πιάνω φωτιάlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El colectivo se prendió fuego, con todos los pasajeros adentro. Το αυτοκίνητο τυλίχτηκε ξαφνικά στι φλόγες, παγιδεύοντας τους επιβαίνοντες. |
βάζω φωτιά σε κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Para tapar el crimen, el asesino prendió fuego la casa de la víctima. |
βάζω φωτιά, πυρπολώlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prendió fuego a su propia casa para cobrar la indemnización del seguro. |
ρίχνω λάδι στη φωτιάexpresión (μεταφορικά) |
διαδίδομαι πολύ γρήγορα, διαδίδομαι αστραπιαίαlocución verbal |
καίγομαι ολοσχερώςlocución verbal La fábrica se prendió fuego y murieron 11 trabajadores. Το εργοστάσιο κάηκε ολοσχερώς σε μια πυρκαγιά που σκότωσε 11 εργάτες. |
πυροβολώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En cuanto dé la orden, abran fuego sobre el acorazado. |
καίγομαι, κατακαίγομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Después del terremoto, algunas construcciones fueron consumidas por el fuego. |
σιγοβράζωlocución verbal (cocina) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hierve la sopa durante quince minutos hasta que las verduras se pongan tiernas. Σιγόβρασε τη σούπα για δεκαπέντε λεπτά μέχρι να μαλακώσουν τα λαχανικά. |
υπερισχύω σε οπλισμό
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξανανάβωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω φωτιά σε κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los alborotadores prendieron fuego el coche de policía. |
κατάπαυση του πυρός
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ambos lados decidieron dar alto al fuego. |
που σιγοκαίειlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los carbones quemados a fuego lento estuvieron calientes horas después de que se apagara el incendio. |
αργομαγειρεμένοςlocución adjetiva (carne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σιγοβρασμένοςlocución adjetiva (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) A Steve le gusta desayunar huevos cocidos a fuego lento. |
κατενθουσιασμένος για κτ(coloquial, figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Αφού έκανε μία ώρα προπόνηση, η Ιζαμπέλ ένιωθε κατενθουσιασμένη για το τουρνουά. |
σιδερικόlocución nominal femenina (αργκό: όπλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tiene a mano un arma de fuego para asustar a los intrusos. Έχει, πάντα, εύκαιρο κάποιο σιδερικό, για να φοβίζει τους καταπατητές. |
διασταυρούμενα πυράlocución nominal masculina (figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
στόχαστροlocución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El presidente de la compañía está en la línea de fuego de los accionistas. |
βάπτισμα του πυρόςlocución nominal masculina (figurado, primer combate) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Las balas volaban por todas partes y la gente moría. Fue un verdadero bautismo de fuego. |
φωτιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se sentaron alrededor del fuego del hogar para calentarse. |
η ώρα της αλήθειαςlocución nominal femenina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esta es la prueba de fuego, sabremos si el avión funcionará o no. |
εστία φωτιάς
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fuego στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του fuego
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.