Τι σημαίνει το further στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης further στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του further στο Αγγλικά.

Η λέξη further στο Αγγλικά σημαίνει πιο μακριά, πιο μακρινός, περαιτέρω, επιπρόσθετος, προωθώ, πιο μακριά, περαιτέρω, επιπλέον, επιπρόσθετα, μακριά, άκρος, ακραίος, μακριά, πιο μακρινός, κατά, μακριά, συζητάω περαιτέρω, στο μέλλον, περαιτέρω δράση, περαιτέρω ενέργειες, παρακάτω, πιο κάτω, ανώτερη εκπαίδευση, πρόσθετες πληροφορίες, συμπληρωματικές πληροφορίες,, επιπρόσθετες οδηγίες, νεώτερη ειδοποίηση, πιο πέρα, παραπέρα, σε συνέχεια του, παραπάνω, πιο πάνω, εξελίσσομαι, βελτιώνομαι, πάω ένα βήμα παραπέρα, τέρμα το ψάξιμο, χωρίς άλλη καθυστέρηση, γρήγορα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης further

πιο μακριά

adjective (mainly UK (comparative of far: more distant)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
How far is it? Is it further than that house over there?
Είναι μακριά; Είναι πιο πέρα από εκείνο εκεί το σπίτι;

πιο μακρινός

adjective (mainly UK (more remote)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
You should leave by the further door. Comets act differently at the farther reaches of the solar system.
Πρέπει να φύγεις από την πιο μακρινή πόρτα.

περαιτέρω

adjective (more extended)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I think he'll need further training.
Νομίζω ότι θα χρειαστεί περαιτέρω εκπαίδευση.

επιπρόσθετος

adjective (additional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We'll need to get further staff to finish this project. A further advantage of the new oven is that it is self-cleaning.
Θα χρειαστεί να προσλάβουμε και άλλο προσωπικό για να τελειώσουμε αυτό το πρότζεκτ.

προωθώ

transitive verb (promote, advance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She's dedicated to furthering the cause of the homeless.
Είναι αφοσιωμένη στο να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των αστέγων.

πιο μακριά

adverb (mainly UK (over a greater distance)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
You need to walk further than that if you want some exercise. She can throw a ball farther than her brother can.
Πρέπει να περπατήσεις πιο μακριά από αυτό εάν θέλεις να γυμναστείς. Εκείνη μπορεί να πετάξει την μπάλα πιο μακριά από ότι ο αδερφός της.

περαιτέρω

adverb (to a greater extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'll investigate further and get back to you.
Θα το διερευνήσω περαιτέρω και θα σε ενημερώσω.

επιπλέον, επιπρόσθετα

adverb (formal (furthermore)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
And, further, this isn't his first offence.

μακριά

adjective (not close to [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Springfield is far from here.
Το Σπρίνγκφιλντ είναι μακριά από εδώ.

άκρος, ακραίος

adjective (extreme)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His beliefs put him on the far right of the political spectrum.
Τα πιστεύω του τον τοποθετούν στην άκρα (or: ακραία) δεξιά του πολιτικού φάσματος.

μακριά

adverb (great distance) (απόσταση που διανύθηκε)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She walked far this morning - almost ten kilometres.
Περπάτησε μακριά σήμερα το πρωί, σχεδόν δέκα χιλιόμετρα.

πιο μακρινός

adjective (most distant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jim called to his kids at the far end of the pool.

κατά

adverb (much, to a great degree)

She was far more likely to succeed than people thought.
Οι πιθανότητές της να επιτύχει, ήταν κατά πολύ περισσότερες από ότι πίστευαν οι άλλοι.

μακριά

adverb (not close to [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She walked far away from him.
Περπάτησε μακριά του.

συζητάω περαιτέρω

verbal expression (talk more about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Parents can arrange a meeting with the school to discuss the matter further.

στο μέλλον

expression (figurative, informal (in the future)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

περαιτέρω δράση, περαιτέρω ενέργειες

noun (additional measures)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Further action was needed to win the battle.

παρακάτω, πιο κάτω

adverb (lower)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
According to what it says further down, you don't need to do anything yet. Many of the teams further down in the standings are losing money.
Σύμφωνα με όσα λέει παρακάτω, δε χρειάζεται ακόμα να κάνεις κάτι. Πολλές από τις ομάδες πιο κάτω στη δημοτικότητα χάνουν χρήματα.

ανώτερη εκπαίδευση

noun (UK (tertiary education, adult learning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρόσθετες πληροφορίες, συμπληρωματικές πληροφορίες,

noun (additional details)

For further information click on the link above.

επιπρόσθετες οδηγίες

plural noun (additional directons)

νεώτερη ειδοποίηση

noun (next announcement)

The restaurant will be closed until further notice.
Το εστιατόριο θα παραμείνει κλειστό μέχρι νεωτέρας.

πιο πέρα, παραπέρα

adverb (farther along)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A little further on, past the church, you'll come to a roundabout.

σε συνέχεια του

(UK (following on from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Further to your enquiry, I can confirm that tickets are still available.
Σε συνέχεια του ερωτήματός σας, μπορώ να επιβεβαιώσω ότι υπάρχουν ακόμα διαθέσιμα εισιτήρια.

παραπάνω, πιο πάνω

adverb (higher)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The house we're looking for is further up the street.

εξελίσσομαι, βελτιώνομαι

transitive verb and reflexive pronoun (improve your education, career)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πάω ένα βήμα παραπέρα

verbal expression (figurative (do [sth] more extreme) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This year the team went one step further and won both domestic cup competitions.

τέρμα το ψάξιμο

interjection (used to offer [sth] that is needed)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Look no further; I have exactly what you need.

χωρίς άλλη καθυστέρηση

expression (immediately, with no more delay)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

γρήγορα

expression (promptly, without postponing anymore)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του further στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του further

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.