Τι σημαίνει το garlic στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης garlic στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του garlic στο Αγγλικά.
Η λέξη garlic στο Αγγλικά σημαίνει σκόρδο, σκόρδο, κεφάλι σκόρδου, σκελίδα σκόρδο, σκορδόψωμο, σκορδοβούτυρο, σκελίδα σκόρδου, ντιπ με σκόρδο, μαγιονέζα με σκόρδο, σκόνη σκόρδου, πρέσα σκόρδου, αλάτι με γεύση σκόρδου, σως με σκόρδο, σάλτσα με σκόρδο, ψητό σκόρδο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης garlic
σκόρδοnoun (seasoning) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The lasagna had too much garlic in it. Τα λαζάνια είχαν υπερβολικό σκόρδο. |
σκόρδοnoun (plant) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Kate loved garlic so much that she planted it in her yard. Η Κέιτ αγαπούσε το σκόρδο τόσο πολύ που το καλλιεργούσε στην αυλή της. |
κεφάλι σκόρδουnoun (head of garlic cloves) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The recipe calls for a whole bulb of garlic, but it cooks long enough to mellow. |
σκελίδα σκόρδοnoun (segment of a garlic bulb) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Finely chop two cloves of garlic and fry gently in olive oil. |
σκορδόψωμοnoun (bread with garlic, butter) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Italian restaurants sometimes serve garlic bread with pasta dishes. |
σκορδοβούτυροnoun (butter flavored with garlic) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I love to dip cooked shrimp in garlic butter. The crusty bread was served with a delicious garlic butter. Λατρεύω να βουτάω τις γαρίδες σε σκορδοβούτυρο. Το τραγανό ψωμί σερβιρίστηκε με ένα νόστιμο σκορδοβούτυρο. |
σκελίδα σκόρδουnoun (segment of a garlic bulb) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The recipe calls for three garlic cloves. Η συνταγή λέει τρεις σκελίδες σκόρδο. |
ντιπ με σκόρδοnoun (garlic-flavored sauce) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαγιονέζα με σκόρδοnoun (mayonnaise flavored with garlic) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκόνη σκόρδουnoun (finely-ground garlic) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Garlic powder isn't as flavourful as fresh garlic. |
πρέσα σκόρδουnoun (kitchen tool for crushing garlic) (μαγειρική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Crush two cloves of garlic with a garlic press. |
αλάτι με γεύση σκόρδουnoun (salt flavored with ground garlic) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He won't eat hamburger without garlic salt. |
σως με σκόρδο, σάλτσα με σκόρδοnoun (liquid garlic-flavored condiment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψητό σκόρδοnoun (garlic oven-cooked with oil) Roasted garlic loses its bite and turns into a lovely mellow paste. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του garlic στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του garlic
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.