Τι σημαίνει το got στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης got στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του got στο Αγγλικά.
Η λέξη got στο Αγγλικά σημαίνει παίρνω, παίρνω, κολλάω, κολλώ, φέρνω, κάνω, φτάνω, καταλαβαίνω, έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, γίνομαι, στρίβε, ξεκινάω, αρχίζω, ετοιμάζω, παίρνω, παίρνω, πάω κτ για κτ, τραβάω, τραβώ, βρίσκω, ακούω, τρώω, συγκινώ, βρίσκω, εκδικούμαι, ενοχλώ, πιάνω, χαλάω, χαλώ, πρέπει, ταξιδεύω, περπατάω, εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω, πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστά, προσπερνάω, προσπερνώ, αποκτώ το πλεονέκτημα, περνάω, ξεπερνάω, βάζω στην άκρη, τα πάω καλά, τα καταφέρνω, προοδεύω, προχωρώ, φεύγω, τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με, τα βγάζω πέρα χωρίς, ταξιδεύω, κινούμαι, αποφεύγω, κυκλοφορώ, μαθαίνομαι, βρίσκω χρόνο για κτ, βρίσκω χρόνο, υπονοώ, εννοώ, τα βάζω με κπ, επηρεάζω, ξεφεύγω, ξεφεύγω, φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώ, αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ, την γλυτώνω, την βγάζω καθαρή, ξαναπάω, παίρνω πίσω, εκδικούμαι, ανταποδίδω, εκδικούμαι κπ για κτ, επιστρέφω, συνεχίζω, αγχώνομαι, εντελώς, τελείως, τρώω ξύλο, τις τρώω, θέλω να εκδικηθώ κάποιον, λαμβάνω θερμό χειροκρότημα, πιάνω κπ, φέρνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, τα καταφέρνω με κτ, αποδέχομαι, προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός, σχηματίζω ουρά, συμμορφώνομαι, ταιριάζω, προσανατολίζομαι, παθαίνω ζημιά, δέχομαι αρνητική κριτική, αλλάζει η τύχη μου, μου δίνεται μια ευκαιρία, παίρνω τη δόση μου, παίρνω μια ιδέα, βρίσκω πάτημα για το πόδι μου, κατοχυρώνομαι, εδραιώνομαι, ρίχνω μια ματιά, συνέρχομαι, συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε, αρχίζω να καταλαβαίνω, κουρεύομαι, καταλαβαίνω, πιάνω, βρίσκω δουλειά, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, παίρνω το πάνω χέρι, άντε ρε κακομοίρη, Δες το/τον/την!, παίρνω δάνειο, προλαβαίνω να κάνω κτ, κάνω γρήγορα, παίρνω απάντηση, παίρνω απάντηση, τσιγκλάω, παίρνω μια ιδέα από κτ, παθαίνω σοκ, με τινάζει το ρεύμα, τρώω ξύλο, κατατροπώνομαι, μυρίζω, μυρίζομαι, αρθρώνω λέξη, καλύπτω, περνάω, ξεπερνάω, γνωρίζομαι, γνωρίζομαι με κπ, εξοικειώνομαι με κτ, προτρέχω, πιάνω, βρίσκω, Άντε από δω!, Άντε από δω!, τα ακούω, θυμώνω, νευριάζω, πετυχαίνω τα πάντα, αποφεύγω να κάνω κτ, φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε, τη βγάζω καθαρή, ξαναβρίσκω τη φόρμα μου, ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης got
παίρνωtransitive verb (informal (obtain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We need to get some beer somewhere. I got a good mark for my essay. Πρέπει να πάρουμε μπίρα από κάπου. Πήρα καλό βαθμό για την έκθεσή μου. |
παίρνωtransitive verb (informal (receive) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Did you get the message I sent you? Πήρες το μήνυμα που σου έστειλα; |
κολλάω, κολλώtransitive verb (informal (illness: catch) (μτφ, καθομ: αρρώστια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He got the flu and had to stay at home. Κόλλησε γρίπη και αναγκάστηκε να μείνει σπίτι. |
φέρνωtransitive verb (informal (fetch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll get another plate for you. Θα σου φέρω άλλο ένα πιάτο. |
κάνωtransitive verb (informal (persuade) (καθομ: κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I got him to give me a pay rise. Τον τούμπαρα να μου δώσει αύξηση. |
φτάνωintransitive verb (informal (arrive) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When will we get there? Πότε θα φτάσουμε; |
καταλαβαίνωtransitive verb (informal (understand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Do you get what I'm saying? Πιάνεις τι λέω; |
έχω την ευκαιρία να κάνω κτverbal expression (informal (have the opportunity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I get to go to Paris this summer. Έχω την ευκαιρία να πάω στο Παρίσι αυτό το καλοκαίρι. |
γίνομαιintransitive verb (informal (become) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Andy got better once he took the medicine. Nancy got annoyed when the car wouldn't start. |
στρίβεintransitive verb (US, slang (go away) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Get! You dumb animal. |
ξεκινάω, αρχίζωintransitive verb (informal (start) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Let's get painting, before it's too dark for us to see what we're doing. Ας ξεκινήσουμε (or: αρχίσουμε) να ζωγραφίζουμε πριν σκοτεινιάσει πολύ και δεν βλέπουμε τι κάνουμε. |
ετοιμάζωtransitive verb (informal (prepare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll get dinner if you lay the table. |
παίρνωtransitive verb (informal (earn, win) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I got an A in Spanish. |
παίρνωtransitive verb (informal (buy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm just going to get some more milk. Πάω να πάρω λίγο γάλα ακόμα. |
πάω κτ για κτtransitive verb (informal (arrange or cause to have) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I need to get my car fixed. Πρέπει να πάω το αυτοκίνητό μου για φτιάξιμο. |
τραβάω, τραβώtransitive verb (informal (attract) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She always gets all the attention. |
βρίσκωtransitive verb (informal (reach) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You can get me by telephone or e-mail. |
ακούωtransitive verb (informal (hear) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sorry, I didn't get that. What did you say? Συγγνώμη, δεν το άκουσα. Τι είπες; |
τρώωtransitive verb (informal (receive as punishment) (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He got 10 years for armed robbery. |
συγκινώtransitive verb (informal (touch emotionally) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That film gets me every time. |
βρίσκωtransitive verb (informal (hit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The bullet got him in the stomach. |
εκδικούμαιtransitive verb (informal (have revenge on) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'll get you for that! |
ενοχλώtransitive verb (informal (bother) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) What gets me about the film is why he never comes back. |
πιάνωtransitive verb (informal (capture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police got him in the end. |
χαλάω, χαλώtransitive verb (informal (ruin, destroy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rust got my car. |
πρέπειtransitive verb (informal (must) (να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) I have got to leave now. |
ταξιδεύωphrasal verb, intransitive (informal (travel frequently or widely) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Paris yesterday, Sydney next week; you really get about, don't you! |
περπατάωphrasal verb, intransitive (informal (walk, move around) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Though 98 years old, my grandfather still gets about like he was half that age. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρά το ατύχημα της, η γιαγιά μου κυκλοφορεί κανονικότατα. |
εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζωphrasal verb, transitive, separable (informal (convey) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He tried to get his point across but it was so convoluted, no one could understand. Προσπάθησε να εκφράσει την άποψή του, ήταν όμως τόσο μπερδεμένη που κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει. |
πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστάphrasal verb, intransitive (figurative (be successful) (γίνομαι επιτυχημένος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In order to get ahead in business, you need to be assertive. Στη δουλειά για να προκόψεις πρέπει να είσαι αποφασιστικός. |
προσπερνάω, προσπερνώ(overtake) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He ran faster and got ahead of his sister just as they reached the car. Έτρεξε γρηγορότερα και πέρασε την αδερφή του τη στιγμή που έφτασαν στο αυτοκίνητο. |
αποκτώ το πλεονέκτημαphrasal verb, intransitive (figurative (gain advantage) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The company got ahead by adopting a new business model. Η εταιρεία πήρε το προβάδισμα υιοθετώντας ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο. |
περνάω, ξεπερνάω(figurative (be more successful) (σε επιτυχία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The firm developed a multimedia game system that allowed it to get ahead of its rivals. Η εταιρεία σχεδίασε ένα σύστημα πολυμέσων για παιχνίδια το οποίο της επέτρεψε να ξεπεράσει τους αντιπάλους της. |
βάζω στην άκρηphrasal verb, intransitive (US, informal, figurative (save money) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα πάω καλάphrasal verb, intransitive (informal (be friends) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My friends and I get along very well. Οι φίλοι μου κι εγώ τα πάμε πολύ καλά. |
τα καταφέρνωphrasal verb, intransitive (informal (cope) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After she went blind, it took her a long time to learn how to get along without vision. |
προοδεύω, προχωρώphrasal verb, intransitive (informal (progress) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In my profession, you aren't going to get along without the support and help of more experienced people. Στο επάγγελμά μου δεν πρόκειται να πας μπροστά χωρίς τη στήριξη και βοήθεια άλλων πιο έμπειρων. |
φεύγωphrasal verb, intransitive (leave) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I have to get along now; it's been nice chatting to you. |
τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά μεphrasal verb, transitive, inseparable (be friends) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I get along very well with my mother-in-law. Τα πηγαίνω πολύ καλά με την πεθερά μου. |
τα βγάζω πέρα χωρίςphrasal verb, transitive, inseparable (not need) (δεν χρειάζομαι, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I can get along without luxuries in this economy. |
ταξιδεύωphrasal verb, intransitive (informal (travel) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I certainly get around in my job. This year, I've travelled to Korea, Australia and South Africa. Σίγουρα ταξιδεύω στη δουλειά μου. Φέτος πήγα στην Κορέα, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική. |
κινούμαιphrasal verb, intransitive (move about) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His arthritis makes it difficult for him to get around. Η αρθρίτιδα τον δυσκολεύει στο να μετακινείται. |
αποφεύγωphrasal verb, transitive, inseparable (circumvent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You can't get around the problem by pretending it doesn't exist. Δεν μπορείς ν' αποφύγεις το πρόβλημα προσποιούμενος πως δεν υπάρχει. |
κυκλοφορώ, μαθαίνομαιphrasal verb, intransitive (informal (circulate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When word got around that she was baking cookies, all the children appeared at her door. Όταν μαθεύτηκε πως έψηνε κουλουράκια, όλα τα παιδιά εμφανίστηκαν στην πόρτα της. |
βρίσκω χρόνο για κτphrasal verb, transitive, inseparable (find time) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bill eventually got round to the washing-up. |
βρίσκω χρόνοphrasal verb, transitive, inseparable (find time) (να κάνω κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) One of these days, I will get around to making the trip to Paris. |
υπονοώ, εννοώphrasal verb, transitive, inseparable (informal (intend to say, imply) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I don't understand what you are getting at. Δεν καταλαβαίνω πού το πας. |
τα βάζω με κπphrasal verb, transitive, inseparable (slang (target for criticism) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I hate him; he's always getting at me. Τον μισώ, συνεχώς μου την μπαίνει. |
επηρεάζωphrasal verb, transitive, inseparable (slang (influence illegally) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All the evidence is against us; we'll have to see if we can get at the jury. Όλες οι αποδείξεις είναι εναντίον μας, πρέπει να δούμε αν θα μπορέσουμε να επηρεάσουμε τους ένορκους. |
ξεφεύγωphrasal verb, intransitive (escape) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I was almost mugged but I managed to get away. Σχεδόν με λήστεψαν, αλλά κατάφερα να ξεφύγω. |
ξεφεύγωphrasal verb, intransitive (informal (go on holiday) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I have been working late all week and need to get away this weekend. Δούλευα μέχρι αργά όλη την εβδομάδα και έχω ανάγκη να ξεφύγω αυτό το σαββατοκύριακο. |
φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώphrasal verb, transitive, inseparable (escape: [sb]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How did you manage to get away from your captors? Πως κατάφερες να ξεφύγεις (or: δραπετεύσεις) από αυτούς που σε κρατούσαν αιχμάλωτο; |
αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτphrasal verb, transitive, inseparable (place: leave) It's great to get away from London sometimes. |
την γλυτώνω, την βγάζω καθαρήphrasal verb, transitive, inseparable (informal (not be punished) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The murderer got away with his hideous crime. |
ξαναπάωphrasal verb, intransitive (informal (return) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I visited my Aunt in Greece last year and I can't wait to get back! Πέρυσι επισκέφθηκα τη θεία μου στην Ελλάδα και ανυπομονώ να ξαναπάω. |
παίρνω πίσωphrasal verb, transitive, separable (have [sth] returned) I took my watch to be repaired and I get it back on Tuesday. Πήγα το ρολόι μου για επισκευή και θα το πάρω πίσω την Τρίτη. |
εκδικούμαι, ανταποδίδωphrasal verb, transitive, inseparable (informal (take revenge on) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) To get back at him, she had an affair with his brother. Για να τον εκδικηθεί, τα έφτιαξε με τον αδερφό του. |
εκδικούμαι κπ για κτphrasal verb, transitive, inseparable (informal (take revenge on) |
επιστρέφω, συνεχίζωphrasal verb, transitive, inseparable (informal (resume) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'd love to talk more but I have to get back to my work now. Θα μου άρεσε να μιλούσαμε περισσότερο, αλλά πρέπει να συνεχίσω τη δουλειά μου. |
αγχώνομαι(become worried) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It is normal to get anxious before an exam. |
εντελώς, τελείωςexpression (US (extremely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) What? That's silly as all get out! You can't grow bananas in the desert. |
τρώω ξύλο, τις τρώωverbal expression (be beaten, damaged) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέλω να εκδικηθώ κάποιονverbal expression (informal (want revenge) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She has been out to get me ever since she learned that I was dating her ex-boyfriend. |
λαμβάνω θερμό χειροκρότημαverbal expression (receive enthusiastic applause) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιάνω κπverbal expression (informal, figurative (understand what [sb] means) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φέρνωverbal expression (informal (fetch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you want it come and get it, but you better hurry 'cause it's goin' fast. |
καταλαβαίνω, κατανοώverbal expression (informal, figurative (understand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) One must read a work of philosophy several times in order to come to grips with it. Τα φιλοσοφικά έργα πρέπει να τα διαβάσει κανείς πολλές φορές για να τα καταλάβει. |
τα καταφέρνω με κτverbal expression (informal, figurative (master) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When I had finally come to grips with algebra, I began to learn calculus. |
αποδέχομαιverbal expression (informal, figurative (deal with, accept) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It was difficult to come to grips with my parents' tragic deaths. |
προσηνής, καταδεκτικός, φιλικόςadjective (informal (affable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jim is a friendly guy who is easy to get along with. |
σχηματίζω ουράverbal expression (people: line up) |
συμμορφώνομαιverbal expression (figurative (person: conform to rule, authority) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταιριάζωverbal expression (figurative (idea, etc.: fit, comply) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσανατολίζομαιverbal expression (orient yourself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In the dark forest, the search party had trouble getting their bearings. |
παθαίνω ζημιάverbal expression (be beaten, damaged) Our garden shed took a battering in the hurricane. |
δέχομαι αρνητική κριτικήverbal expression (figurative (suffer) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The film got a battering from critics. |
αλλάζει η τύχη μουverbal expression (have good luck) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After losing my job and my marriage, I think it must be my turn to catch a break now. |
μου δίνεται μια ευκαιρίαverbal expression (receive a wanted opportunity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The actor finally got a break when he was cast in a popular TV show. |
παίρνω τη δόση μουverbal expression (slang (take drug) (ναρκωτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) People addicted to street drugs will do just about anything to get a fix. |
παίρνω μια ιδέαverbal expression (slang (ascertain) (ιδέα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I talked to several people to get a fix on what actually happened. |
βρίσκω πάτημα για το πόδι μουverbal expression (when climbing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After falling halfway down he was able to get a foothold and begin climbing again. |
κατοχυρώνομαι, εδραιώνομαιverbal expression (figurative (establish yourself) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She got a foothold in the theatrical world when, as an understudy, the leading lady fell ill. |
ρίχνω μια ματιάverbal expression (catch sight of briefly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The fans crowded around the door to get a glimpse of the athletes leaving the stadium. |
συνέρχομαιverbal expression (figurative, slang (regain self-control) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It's time to stop panicking and get a grip. He's too nervous; he needs to get a grip. Είναι καιρός να σταματήσω να πανικοβάλλομαι και να συνέλθω. Είναι τόσο αγχωμένος. Πρέπει να συνέρθει. |
συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθεinterjection (figurative, slang (you are overreacting, control yourself) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It's nothing to get so worked up about – get a grip! Δεν είναι κάτι για το οποίο αξίζει να εκνευριστείς τόσο πολύ. Ξεκόλλα! |
αρχίζω να καταλαβαίνωverbal expression (figurative, informal (start to understand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I would love to get a grip on basic physics. Πολύ θα ήθελα να αρχίσω να καταλαβαίνω τις βασικές έννοιες της φυσικής. |
κουρεύομαιverbal expression (informal (have hair trimmed) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It was his brother's wedding, so he decided to get a haircut for the occasion. |
καταλαβαίνωverbal expression (figurative, informal (understand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I can't get a handle on this at all. Can you explain it again? |
πιάνωverbal expression (informal (grasp) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Get a firm hold of the load and make sure it's not too heavy before you lift. |
βρίσκω δουλειάverbal expression (informal (find employment) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to get a job that pays well. Πρέπει να βρω μια δουλειά που να πληρώνει καλά. |
διασκεδάζω, ευχαριστιέμαιverbal expression (slang (enjoy, take pleasure in) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She gets a kick out of watching talking animal videos. |
παίρνω το πάνω χέριverbal expression (figurative, informal (gain an advantage) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άντε ρε κακομοίρηinterjection (slang (expressing contempt) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) When I told them I was translating the Bible into Vulcan they all said “Get a life!” |
Δες το/τον/την!interjection (slang (look at that) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω δάνειοintransitive verb (enter a contract to borrow money) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If we can't pay rent come August we may have to get a loan. |
προλαβαίνω να κάνω κτverbal expression (UK, slang (have fair chance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Starlings feed in flocks and can clear bird tables before other species get a look-in. |
κάνω γρήγοραverbal expression (informal (hurry up) |
παίρνω απάντησηintransitive verb (receive a reply) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I sent several emails but never did get a response. |
παίρνω απάντησηverbal expression (be acknowledged by words, gesture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τσιγκλάωverbal expression (informal (provoke: [sb]) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He's just making faces to get a rise out of you. |
παίρνω μια ιδέα από κτverbal expression (understand in a general way) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παθαίνω σοκverbal expression (informal, figurative (be unpleasantly surprised) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) I got a shock when I found your wife naked in my bed. |
με τινάζει το ρεύμαverbal expression (informal (feel jolted by electrical current) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I always get a shock when I touch a car. |
τρώω ξύλοverbal expression (informal (be beaten physically) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Petros regularly took a thrashing from his violent father. |
κατατροπώνομαιverbal expression (figurative, informal (be defeated: at sport, etc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The Democrats took a thrashing on Election Day. |
μυρίζωverbal expression (informal (smell) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Did you get a whiff of that new perfume she is wearing? |
μυρίζομαιverbal expression (figurative, slang (detect) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Did you get a whiff of the hostility in that meeting? |
αρθρώνω λέξηverbal expression (informal (have the chance to speak) (μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) She was talking so much that I couldn't get a word in! Μιλούσε τόσο πολύ που δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη. |
καλύπτω(surpass) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melinda worked hard to get above the minimum academic requirements for university. Η Μελίντα δούλεψε σκληρά για να καλύψει τις ελάχιστες προϋποθέσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο. |
περνάω, ξεπερνάω(be over [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We should get above 5,000 feet before we make camp. Πρέπει να περάσουμε τα 5000 πόδια πριν κατασκηνώσουμε. |
γνωρίζομαι(people: get to know each other) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I left Paul and Lily to get acquainted. |
γνωρίζομαι με κπverbal expression (get to know a person) My kids got acquainted with the neighbors' children on the day they moved in. |
εξοικειώνομαι με κτverbal expression (figurative (familiarize yourself with [sth]) You'd better get acquainted with new computers if you want to keep your job. |
προτρέχωverbal expression (think or act prematurely) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πιάνωverbal expression (US, informal (grab, grasp) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βρίσκωverbal expression (US, informal (make contact) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I've called her house, her work, and her cell; I can't get ahold of her. |
Άντε από δω!interjection (UK, informal (expressing disbelief) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You expect me to believe that? Get along! |
Άντε από δω!interjection (UK, informal (expressing disbelief) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Brett really said that? Get along with you! |
τα ακούωverbal expression (figurative, informal (be reprimanded) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tony got an earful from the boss when he arrived late for work. |
θυμώνω, νευριάζω(lose temper) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I get angry when people are rude and obnoxious. Θυμώνω (or: νευριάζω) όταν οι άνθρωποι είναι αγενείς και ενοχλητικοί. |
πετυχαίνω τα πάνταverbal expression (achieve success) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγω να κάνω κτverbal expression (avoid doing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The politician got around answering the question by changing the subject. The businessman got around paying his taxes by using a loophole in the law. Ο πολιτικός άλλαξε θέμα, αποφεύγοντας, έτσι, να απαντήσει στην ερώτηση. Ο επιχειρηματίας απέφυγε να καταβάλει τους φόρους του, χρησιμοποιώντας κάποιο παραθυράκι του νόμου. |
φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρεinterjection (UK, slang (disbelief) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) You saw the Queen in Burnley market? Get away! Είδες τη Βασίλισσα στην αγορά του Μπέρνλεϊ; Παράτα μας! (or: Άντε ρε!) |
τη βγάζω καθαρήverbal expression (figurative, informal (never be punished) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Somehow Joe always seems to get away with murder. |
ξαναβρίσκω τη φόρμα μουverbal expression (informal (regain fitness) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I bought a gym membership to get back in shape. |
ξαναμπαίνω σε πρόγραμμαverbal expression (figurative, informal (regain focus) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του got στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του got
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.