Τι σημαίνει το hallway στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hallway στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hallway στο Αγγλικά.
Η λέξη hallway στο Αγγλικά σημαίνει τραπεζαρία, αίθουσα, αίθουσα, διάδρομος, χωλ, χολ, μέγαρο, αίθουσα αφίξεων, αίθουσα εκδηλώσεων, αίθουσα δεξιώσεων, μπυραρία, μπαρ, τραπεζαρία, τραπεζαρία, δημαρχείο, αίθουσα συναυλιών, εκθεσιακός χώρος, κέντρο διασκέδασης, αίθουσα συνεστιάσεων, προθάλαμος, εκθεσιακός χώρος, δημαρχείο, μαθητής που επιβλέπει τους διαδρόμους του σχολείου, πάνθεον, τοπόσημο της Νέας Υόρκης με προτομές επιφανών Αμερικανών, εστία, άδεια, θυρωρός, αναμορφωτήριο, αίθουσα διαλέξεων, χώρος εστίασης, αίθουσα συναυλιών, αίθουσα μπιλιάρδου, αίθουσα μπιλιάρδου, χώρος υποδοχής, αθλητικό κέντρο, αίθουσα μελέτης, δημαρχείο, αίθουσα εκδηλώσεων του χωριού, κοινότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hallway
τραπεζαρίαnoun (UK (large dining area) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The students went down to the hall for dinner. Οι μαθητές κατέβηκαν στην τραπεζαρία για βραδινό. |
αίθουσαnoun (large room) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The old hall had a large fireplace to heat it. Η παλιά αίθουσα είχε ένα μεγάλο τζάκι για να τη ζεσταίνει. |
αίθουσαnoun (space for public events) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Amanda's parents rented a hall for her wedding reception. Η γονείς της Αμάντα νοίκιασαν μια αίθουσα για τη δεξίωση του γάμου της. |
διάδρομοςnoun (corridor) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) To find the girls' bathroom, go down the hall and turn left. Για να βρεις τις γυναικείες τουαλέτες προχώρα στον διάδρομο και στρίψε αριστερά. |
χωλ, χολnoun (entryway, entrance area) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Jane let her neighbor into the hall for a chat, but didn't invite her in. Η Τζέιν άφησε την γειτόνισσά της να μπει στο χολ για να τα πουν, αλλά δεν την κάλεσε να περάσει μέσα. |
μέγαροnoun (home of a noble) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Houghton Hall is a stately home in the East of England. |
αίθουσα αφίξεωνnoun (concourse for passengers) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αίθουσα εκδηλώσεωνnoun (large room for meetings) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The schoolchildren meet in the assembly hall every morning. |
αίθουσα δεξιώσεωνnoun (large dining room) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) We rented a banquet hall to host the anniversary party. |
μπυραρίαnoun (UK (large German pub) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μπαρnoun (US (very large bar) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There is a beer hall in Washington, D.C. that has over 500 beers on the menu. |
τραπεζαρίαnoun (canteen, refectory) (όχι σπιτιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τραπεζαρίαnoun (US, slang (canteen, refectory) (σερβίρετε φαγητό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All the soldiers went to the chow hall for lunch. |
δημαρχείοnoun (US (seat of municipal government) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αίθουσα συναυλιώνnoun (auditorium for music) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The orchestra are rehearsing in the concert hall. |
εκθεσιακός χώροςnoun (US (exhibition venue) |
κέντρο διασκέδασηςnoun (venue where dances are held) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My mother and father used to go to dance halls in the 1950s. |
αίθουσα συνεστιάσεωνnoun (refectory, large dining room) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Our century-old fraternity house had a huge dining hall. |
προθάλαμοςnoun (large lobby, foyer) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Your entrance hall's bigger than my whole flat! |
εκθεσιακός χώροςnoun (building, room for displays) |
δημαρχείοnoun (town hall) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαθητής που επιβλέπει τους διαδρόμους του σχολείουnoun (US (student who supervises corridor) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πάνθεονnoun (figurative (list of great achievers) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Only the greatest athletes ever make it to their sport's hall of fame. Μόνο οι σπουδαιότεροι αθλητές καταφέρνουν να μπουν στο πάνθεον του αθλήματός τους. |
τοπόσημο της Νέας Υόρκης με προτομές επιφανών Αμερικανώνnoun (place in New York City) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εστίαnoun (building where students, etc., live) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άδειαnoun (US (permit to leave classroom) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Don't be caught out of class without a hall pass! |
θυρωρόςnoun (concierge) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αναμορφωτήριοnoun (US (detention centre for young offenders) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He was tried as a minor and sentenced to six months in juvenile hall. |
αίθουσα διαλέξεωνnoun (conference room) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Most of my classes at university are held in giant lecture halls. |
χώρος εστίασηςnoun (military dining hall) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) All the soldiers were eating in the mess hall. |
αίθουσα συναυλιώνnoun (auditorium, venue for live music) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Carnegie Hall is a famous music hall for orchestral performances. |
αίθουσα μπιλιάρδου(room for playing pool) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αίθουσα μπιλιάρδουnoun (area where pool is played) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χώρος υποδοχήςnoun (function room) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αθλητικό κέντροnoun (UK (venue for physical activities) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) No outdoor shoes may be worn in the Sports Hall. |
αίθουσα μελέτηςnoun (US (time for independent study) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δημαρχείοnoun (city's council building) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There's a meeting at the town hall tonight. Θα γίνει μια συνέλευση στο δημαρχείο απόψε. |
αίθουσα εκδηλώσεων του χωριούnoun (UK (function venue in small community) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοινότηταnoun (US (government building in small community) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hallway στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του hallway
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.