Τι σημαίνει το hour στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hour στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hour στο Αγγλικά.
Η λέξη hour στο Αγγλικά σημαίνει ώρα, ώρα, ώρα, ώρα, ώρες λειτουργίας, ώρα, 24ωρος, 24ωρος, αμπερώρα, οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε, νωρίς το πρωί, την τελευταία στιγμή, απεριτίφ, δολάρια την ώρα, της τελευταίας στιγμής, από την μία ώρα στην επόμενη, μισή ώρα, μισάωρο, μισάωρος, happy hour, για ώρες, κάθε ώρα, ωροδείκτης, ώρα ανάγκης, ώρα, χιλιόμετρα ανά ώρα, κιλοβατώρα, χιλιόμετρα ανά ώρα, κιλοβατώρα, διάλειμμα για μεσημεριανό, χρυσή ώρα, ανθρωποώρα, εργατοώρα, μίλι ανά ώρα, στις ακριβώς, τέταρτο, ώρα αιχμής, που παρατηρείται σε ώρες αιχμής, λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα, εργατική νομοθεσία, η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hour
ώραnoun (time interval of 60 minutes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It takes two and a half hours to drive there. Παίρνει δυόμισι ώρες με αυτοκίνητο να πάει κανείς εκεί. |
ώραnoun (specific time) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The hour of death was listed as 6:38 AM. Ως ώρα θανάτου αναφέρθηκε η 6:30 πρωινή. |
ώραnoun (time of day) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) At what hour do you expect him to arrive? Τι ώρα τον περιμένεις να έρθει; |
ώραnoun (customary time) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She usually spends her lunch hour at the gym. Συνήθως την ώρα του μεσημεριανού της είναι στο γυμναστήριο. |
ώρες λειτουργίαςplural noun (business: open) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The store hours are from 10 AM to 9 PM. Οι ώρες λειτουργίας του καταστήματος είναι από τις 10 πμ έως τις 9 μμ. |
ώραnoun (distance travelled in an hour) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The hotel is about a two-hour drive from here. |
24ωροςnoun as adjective (lasting 24 hours) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
24ωροςnoun as adjective (open all day, night) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There's a 24-hour ATM on the corner. |
αμπερώραnoun (amount of energy in battery) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτεadverb (any time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νωρίς το πρωίadverb (early in the morning) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) My grandmother had the custom of rising at an early hour. |
την τελευταία στιγμήadverb (figurative (at the last moment) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) At the eleventh hour, the supplies reached the starving villagers. |
απεριτίφnoun (pre-dinner drinks) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The group meets at sunset for a pre-dinner cocktail hour. |
δολάρια την ώραplural noun (hourly pay rate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I receive 10 dollars an hour for baby-sitting. |
της τελευταίας στιγμήςadjective (at last possible moment) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The heroine carried out an eleventh-hour rescue that was truly dramatic. |
από την μία ώρα στην επόμενηadverb (between one hour and the next) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When he was first admitted to the hospital his prognosis kept changing from hour to hour. |
μισή ώραnoun (30 minutes) It only takes me half an hour to get ready in the morning. |
μισάωροnoun (30 minutes) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I ran for a good half hour. // It only takes me half an hour to get ready in the morning. |
μισάωροςnoun as adjective (lasting 30 minutes) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I go for a half-hour run every morning. |
happy hournoun (bar: discount time) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) All cocktails are $5 during happy hour. |
για ώρεςadverb (continuously for many hours) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The police studied hour after hour of CCTV footage in order to identify the thieves. |
κάθε ώραadjective (hourly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ωροδείκτηςnoun (clock's shorter hand) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The hour hand makes two complete rotations of the clock face every day. |
ώρα ανάγκηςnoun (figurative (time when help is required) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) A good friend will be there for you in your hour of need. |
ώραnoun (written, abbreviation (hour) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χιλιόμετρα ανά ώραnoun (usually plural (speed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κιλοβατώραnoun (unit of energy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χιλιόμετρα ανά ώραnoun (invariable, written, abbreviation (kilometer per hour) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κιλοβατώραnoun (invariable, written, abbreviation (kilowatt-hour) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διάλειμμα για μεσημεριανόnoun (pause from work to eat midday meal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I take my lunch hour between noon and one o'clock. |
χρυσή ώραnoun (figurative (photography: sunrise or sunset) (φωτογραφία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανθρωποώρα, εργατοώραnoun (amount of work done) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μίλι ανά ώραnoun (usually plural (speed) (συνήθως πληθυντικός: μίλια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The speed limit on British motorways is seventy miles per hour. The police stopped me for going twenty miles per hour over the speed limit. Το όριο ταχύτητας στους Βρετανικούς αυτοκινητόδρομους είναι εβδομήντα μίλια ανά ώρα. Η αστυνομία με σταμάτησε γιατί πήγαινα με είκοσι μίλια ανά ώρα παραπάνω από το όριο ταχύτητας. |
στις ακριβώςexpression (when the clock strikes the hour) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τέταρτοnoun (15 minutes) (της ώρας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ώρα αιχμήςnoun (peak traffic times) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The city roads are in chaos during the rush hour. Οι δρόμοι της πόλης είναι χάος την ώρα αιχμής. |
που παρατηρείται σε ώρες αιχμήςnoun as adjective (peak traffic times) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stan left work early to avoid the rush hour traffic. Έφυγε νωρίς από τη δουλειά, για να αποφύγει την κίνηση που παρατηρείται σε ώρες αιχμής. |
λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώραadverb (less than 60 minutes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It takes under an hour to fly from Seville to Madrid. |
εργατική νομοθεσίαplural noun (regulations on working pay and conditions) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματαnoun (midnight) (μεταφορικά: μεσάνυχτα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It's the witching hour so we really must leave. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hour στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του hour
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.