Τι σημαίνει το huile στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης huile στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του huile στο Γαλλικά.
Η λέξη huile στο Γαλλικά σημαίνει λάδι, λάδι, ελαιόχρωμα, λαδομπογιά, ελαιογραφία, λάδι, έλαιο, λάδι, έλαιο, λαδάκι, λαδωμένος, σπουδαίο πρόσωπο, μεγάλη προσωπικότητα, σπουδαίος, λαδώνω, του λαδιού, ελαιογραφία, ελαιογραφία, μύρο, αιθέριο έλαιο, λαδικό, λαδωτήρι, λαδωτήρι, παρθένο λάδι, που δουλεύει καλά, λιπαντικό, λιπαντικό, βυθομετρική ράβδος, κόπος, καστορέλαιο, λάδι καρύδας, καλαμποκέλαιο, λινέλαιο, λιναρέλαιο, μπριγιαντίνη, κηροζίνη, λάδι/απόσταγμα λεβάντας, λάδι κινητήρων, λαδόξυδο, σως βινεγκρέτ, λάμπα πετρελαίου, λαδομπογιά, φοινικέλαιο, πατσουλί, αραχιδέλαιο, λάδι πεύκου, λάδι από σανταλόξυλο, σησαμέλαιο, σογιέλαιο, ηλιέλαιο, φυτικό έλαιο, έλαιο καρυδιάς, φαλαινέλαιο, λάδι κανόλα, μαγειρικό λάδι, ελαιόλαδο, αιθέριο έλαιο λεμονόχορτου, αιθέριο έλαιο σιτρονέλλας, σπρέι μαγειρικής, σπρέι μαγειρέματος, θεραπευτικό έλαιο, λάδι για μασάζ, πίεση λαδιού, φυτικό λάδι, λάδι για ξύρισμα, σαπωνοποιημένο πυρηνέλαιο από φοινικόδεντρο, φοινικέλαιο σαπωνοποιημένο με καυστική σόδα, υγρό τιμονιού, υγρό υδραυλικού τιμονιού, παρθένο ελαιόλαδο, λιναρέλαιο, λαδοπαστέλ, λάδι τρούφας, αιθέριο έλαιο, oρυκτό λάδι, λιπαρότητα, ιχθυέλαιο, λάδι από μπουμπούκια γαρίφαλου, λάδι μουστάρδας, λάδι σιναπιού, κανναβέλαιο, φοινικοπυρηνέλαιο, ρίχνω λάδι στην φωτιά, εκτονώνω την κατάσταση, ευκάλυπτος, λάδι κανόλα, λινέλαιο, λιναρέλαιο, με βάση το λάδι, ελαιολεκάνη, σχιστολιθικό πετρέλαιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης huile
λάδι(lubrifiant) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Martin a mis de l'huile sur le gond pour l'empêcher de grincer. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ψέκασε τον μεντεσέ της πόρτας με λίγο λάδι για να σταματήσει να τρίζει. |
λάδιnom féminin (Cuisine) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il mit un peu d'huile dans la casserole. Έβαλε μικρή ποσότητα λάδι στο τηγάνι. |
ελαιόχρωμαnom féminin (peinture) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je peins parfois à l'aquarelle, mais je préfère l'huile. |
λαδομπογιάnom féminin (peinture) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'artiste était principalement réputé pour ses peintures à l'huile. Ο καλλιτέχνης ήταν γνωστός κυρίως για τη ζωγραφική του με λαδομπογιές. |
ελαιογραφίαnom féminin (tableau) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λάδι, έλαιοnom féminin (pour cheveux) (για τα μαλλιά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dana s'est massé le cuir chevelu avec de l'huile pour hydrater et faire briller ses cheveux. |
λάδι, έλαιο, λαδάκιnom féminin (pour le corps) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Utiliser de l'huile peut être bon pour la peau quand le temps est froid et sec en hiver. |
λαδωμένοςadjectif |
σπουδαίο πρόσωπο, μεγάλη προσωπικότητα(figuré) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il connaît tous les gros bonnets à la mairie. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε σπουδαίο πρόσωπο (or: μεγάλη προσωπικότητα) στην πολιτική σκηνή της Ελλάδος. |
σπουδαίος(figuré, familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il pense être un gros bonnet depuis qu'on lui a donné une voiture de fonction. Από τότε που του έδωσαν εταιρικό αυτοκίνητο, νομίζει πως είναι σπουδαίος. |
λαδώνω(machine, charnière) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a lubrifié (or: a graissé) la porte qui grinçait. Λάδωσε την πόρτα γιατί έτριζε. |
του λαδιούadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La burette d'huile était vide. Ο τενεκές του λαδιού ήταν άδειος. |
ελαιογραφίαnom féminin (tableau) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le point de mire de la pièce était une énorme peinture à l'huile accrochée au-dessus de la cheminée. |
ελαιογραφίαnom féminin (art) (τεχνική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μύροnom féminin (Religion) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le prêtre a enduit le mourant avec de l'huile sainte. |
αιθέριο έλαιο(λουλουδιών) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λαδικό, λαδωτήρι(à main, pour lubrifiant) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λαδωτήρι(à main, pour lubrifiant) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παρθένο λάδιnom féminin |
που δουλεύει καλάlocution adjectivale (figuré, familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λιπαντικόnom féminin Si tu mettais un peu d'huile de graissage au gond de la porte, elle ne grincerait plus. |
λιπαντικόnom féminin (για μηχανές) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βυθομετρική ράβδοςnom féminin Le mécanicien montra les jauges au client. |
κόποςnom féminin (figuré) (σωματική προσπάθεια) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καστορέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Grand-mère était convaincue qu'une dose de cette écœurante huile de ricin était le remède miracle à tous les maux d'estomac. |
λάδι καρύδαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καλαμποκέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λινέλαιο, λιναρέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quand utilisée pour traiter le bois ou en peinture, l'huile de graine lin est plus communément appelée huile de lin. |
μπριγιαντίνηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κηροζίνηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λάδι/απόσταγμα λεβάνταςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pour une bonne nuit de sommeil, versez quelques gouttes d'huile essentielle de lavande sur votre oreiller. |
λάδι κινητήρωνnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λαδόξυδο, σως βινεγκρέτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λάμπα πετρελαίουnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λαδομπογιάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) De nombreux artistes préfèrent utiliser la peinture à l'huile, alors que d'autres préfèrent l'aquarelle ou l’acrylique. Πολλοί ζωγράφοι προτιμούν τη χρήση λαδομπογιάς ενώ άλλοι προτιμούν τη νερομπογιά ή τις ακρυλικές μπογιές. |
φοινικέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πατσουλίnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les personnes pratiquant l'aromathérapie utilisent l'huile de patchouli pour ses vertus curatives. |
αραχιδέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λάδι πεύκουnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λάδι από σανταλόξυλοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σησαμέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σογιέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ηλιέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φυτικό έλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έλαιο καρυδιάςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φαλαινέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les Alaskiens utilisent de l'huile de baleine dans leurs lampes. |
λάδι κανόλα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) On utilise souvent l'huile de colza pour la friture. L'huile de colza est délicieuse pour faire des vinaigrettes. |
μαγειρικό λάδιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ελαιόλαδοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η Ελέιν έριξε λίγο ελαιόλαδο πάνω από τη σαλάτα. |
αιθέριο έλαιο λεμονόχορτου, αιθέριο έλαιο σιτρονέλλαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σπρέι μαγειρικής, σπρέι μαγειρέματος(για λάδι) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θεραπευτικό έλαιοnom masculin |
λάδι για μασάζnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πίεση λαδιούnom féminin (Automobile) (κινητήρας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυτικό λάδιnom féminin |
λάδι για ξύρισμαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σαπωνοποιημένο πυρηνέλαιο από φοινικόδεντροnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φοινικέλαιο σαπωνοποιημένο με καυστική σόδαnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υγρό τιμονιού, υγρό υδραυλικού τιμονιούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παρθένο ελαιόλαδοnom féminin |
λιναρέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λαδοπαστέλnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
λάδι τρούφαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αιθέριο έλαιοnom féminin |
oρυκτό λάδιnom féminin |
λιπαρότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιχθυέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λάδι από μπουμπούκια γαρίφαλουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λάδι μουστάρδας, λάδι σιναπιούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κανναβέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φοινικοπυρηνέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ρίχνω λάδι στην φωτιάlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Crier après des élèves en colère ne peut que jeter (or: mettre) de l'huile sur le feu. |
εκτονώνω την κατάστασηverbe transitif (fig) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ευκάλυπτος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λάδι κανόλα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λινέλαιο, λιναρέλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Versez un filet d'huile de lin sur votre muesli pour être en bonne santé. Ρίξε λίγο λινέλαιο στο μούσλι για να έχεις καλή υγεία. |
με βάση το λάδι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελαιολεκάνηnom masculin (Automobile) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχιστολιθικό πετρέλαιοnom féminin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του huile στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του huile
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.